ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στην εποχή τους υπήρξαν αντικείμενο σεβασμού και φόβου. Ήταν οι αρχαίοι πολεμιστές που εφεύραν το κέντρο νεοσυλλέκτων, την κατά μέτωπο επίθεση, τη δημόσια εκπαίδευση. Μια ζωή και μια αισθητική που φέρει το όνομά τους μέχρι τις μέρες μας. Είναι οι Σπαρτιάτες και αυτή είναι η ιστορία τους.
Σήμερα, θεωρούμε την Αθήνα ως λίκνο του Δυτικού πολιτισμού και ως το απόλυτο σύμβολο του ελληνικού πολιτισμού. Αλλά, η Σπάρτη ήταν αυτή που θαύμαζαν πιο πολύ, πολλοί Έλληνες της κλασικής εποχής.
Τη θεωρούσαν ως ένα ιδανικό για τον ελληνικό πολιτισμό, κάτι που ήταν ουτοπία, με την έννοια ότι ήταν αφοσιωμένη στην αρετή, την υπηρεσία προς την κοινότητα, την αυταπάρνηση και την ενότητα.
Οι αξίες των αρχαίων ελληνικών πόλεων, πρώτα από όλα, ήταν η απελευθέρωση από εξωτερική παρέμβαση, η αίσθηση του ότι ανήκαν κάπου και η επιτυχία στο πεδίο της μάχης.
Η Σπάρτη αφθονούσε και στα τρία. Στην ακμή της Σπάρτης, η αρχαία Ελλάδα ήταν ένα σύνολο από 1.000 αυτόνομες κοινότητες, που λέγονταν πόλεις-κράτη. Η πόλη-κράτος στην πραγματικότητα είναι μια πόλη, που λειτουργεί για πρακτικούς λόγους σαν κράτος. Έχει τη δική της κυβέρνηση, το δικό της στρατό, το δικό της ναυτικό, αλλά και τους δικούς της νόμους. Παντού υπήρχαν αυτά τα κράτη, πολλά από τα οποία ήταν αξιοθαύμαστα για τον πολιτισμό τους.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ
Προϊστορία και Πρωτοϊστορία
Η ευρύτερη περιοχή της Σπάρτης, όπως και ολόκληρη η Λακωνία, έχει κατοικηθεί από τη νεολιθική εποχή (6000 - 3000π.Χ.). Πρώτος κάτοικος είναι οι Πελασγοί, που ειδικότερα στην περιοχή της Σπάρτης λέγονται Λέλεγες, από τον πρώτο μυθικό βασιλιά Λέλεγα.
Ονόματα, όπως Λήδα, Ελένη είναι μακρινές αναμνήσεις θεοτήτων της γονιμότητας και εικόνες διεργασιών του υποσυνειδήτου ή είναι αποκρυσταλλώσεις γεωλογικών μεταβολών και κοινωνικής δραστηριότητας, όπως είναι τα ονόματα Ευρώτας, Μύλης κα. Ο Ευρώτας, μυθικό πρόσωπο, άνοιξε τη φυσική δίοδο, ώστε να χάνονται τα λιμνάζοντα νερά από τη Λακεδαίμονα στη θάλασσα. Ο Μύλης εξάλλου είναι αυτός που ανακάλυψε το μύλο και ο πρώτος που άλεσε σιτάρι (Παυσανίου, Λακωνικά). Κατά τη μυθική παράδοση ο Μύλης γέννησε τον Ευρώτα, ο Ευρώτας γέννησε τη Σπάρτη, η οποία παντρεύτηκε τον Λακεδαίμονα, το γιο του Δία και της Ταϋγέτης. Γιος του Λακεδαίμονα ήταν ο Αμύκλας, ο οποίος έκτισε την ομώνυμη πόλη, τις Αμύκλες.
Γύρω στο 2000 π.Χ. αρχίζει η μεγάλη μετανάστευση των ινδοευρωπαϊκών λαών. Στην Πελοπόννησο εγκαθίστανται με το όνομα Αχαιοί και στη Λακωνία ιδρύουν ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα, τη Σπάρτη. Είναι η Σπάρτη του Ομήρου, του Μενελάου και της Ωραίας Ελένης, η Σπάρτη της μυκηναϊκής περιόδου, της πρωτοiστορίας. Ο κόσμος εκείνος, όλος ποίηση και γοητεία διασταυρώθηκε με τον προελληνικό κόσμο, τους Πελασγούς και συναντήθηκε με τον επίσης μεγάλο και αρχαιότερο πολιτισμό των Κρήτων, τον Μινωϊκό.
Αναφορικά με την προέλευση του ονόματος Σπάρτη, έχουν προταθεί πολλές ετυμολογίες, αλλά φαίνεται ως επικρατέστερη εκείνη σύμφωνα με την οποία προέρχεται από τον ομώνυμο θάμνο που φυτρώνει στην περιοχή, το "σπάρτο".
Η ετυμολογία της ονομασίας «Λακωνία» φανερώνει ότι η περιοχή αυτή ονομάστηκε έτσι επειδή ήταν λάκκος («κοίλη Λακεδαίμων», Ιλιάδα Β, 581 – 590), εξ ου, προφανώς, και το Λάκων - Λέλακες – Λέλεγες κ.α. Σχηματικά η Λακωνία είναι κάτι όπως το γράμμα Λ.2) Η ετυμολογία της ονομασίας «Σπάρτη» φανερώνει ότι η πόλη αυτή ονομάστηκε έτσι, επειδή ήταν (διά)σπαρτη και «Λακεδαίμων» = της Λακωνίας «αι δάμοι» (ιωνικά δήμοι), πρω και «νεοδαιμώδης = ο νεωστί περιληφθείς στο δήμο της Σπάρτης είλωτας», “και γαρ ούτοι του δήμου αύξαντος (Πλουτάρχου, Άγης και Κλεομένης). Οι Σπαρτιάτες επί δωρικής περιόδου διέμεναν σε πέντε «δάμους» (δήμους), οι οποίες συγκροτούσαν τη Λακωνική Πολιτεία: Αμύκλαι, Κυνόσουρα, Λίμναι, Μεσόα και Πιτάνα. Ο υπόλοιπος πληθυσμός ήταν κατανεμημένος σε εκατό "πολίσματα", αποτελώντας τους περιοίκους.
Η αχαϊκή Σπάρτη με τα πολυτελή ανάκτορα, που περιγράφει ο Όμηρος, δεν έχει εντοπισθεί οριστικά. Αρχαιολογικά ευρήματα από τη Μυκηναϊκή περίοδο (1600 - 1100π.Χ.) την τοποθετούν σε ύψωμα του Πάρνωνα, στην ανατολική όχθη του Ευρώτα, πέντε χιλιόμετρα Ν.Α. της Σπάρτης, θέση που λέγεται "Μενελάια", Τελευταία, σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα ενισχύουν την άποψη ότι η Σπάρτη των Αχαιών ήταν βορειότερα, στην Πελλάνα.
Στης Σπάρτης ήρθαν τα στενά πω'χει βαθειά φαράγγια και στο παλάτι πήγανε του δοξαστού Μενέλαου
...Σάστισαν όπως είδανε του βασιλιά το σπίτι, γιατί μια λάμψη χύνουνταν σα φεγγαριού, σαν ήλιου, παντού μες το ψηλόχτιστο παλάτι του Μενέλαου.
...Κι έπειτα πια σαν χόρτασαν καλά με φαγοπότι, είπε ο Τηλέμαχος στο γιό του Νέστορα, κοντά του σκύβοντας το κεφάλι του να μην ακούσουν άλλοι:
"Θάμαξε, γιέ του Νέστορα, πολυάκριβέ μου φίλε, τη λαμπεράδα του χαλκού, στ' αχόλαλο παλάτι, το κεχριμπάρι, το χρυσό, το φίλντισι, τ' ασήμι. Παρόμοιο θα' ναι σαν κι αυτό του Δία το Παλάτι. Πόσα αλογάριαστα κι αυτά! Να βλέπω μού 'ρθε ζάλη."
Η Σπάρτη χρονολογείται από τον 12ο αιώνα π.Χ. Μια εποχή ραγδαίων αλλαγών για τον αρχαίο κόσμο, όταν η Αίγυπτος παρήκμαζε και ανέτελλε η Β' Βαβυλωνιακή Αυτοκρατορία. Σύμφωνα με τον ελληνικό θρύλο, η Σπάρτη ξεκίνησε με βία, όταν το 1152 π.Χ., Δωριείς εισβολείς από τον Βορρά, που πίστευαν ότι ήταν απόγονοι του Ηρακλή, κινούνται νότια, διεκδικώντας αυτό που πίστευαν ότι ήταν η γη των προγόνων τους.
Όταν ο βασιλιάς Λακεδαίμωνας καταλαμβάνει την κεντρική χερσόνησο της Πελοποννήσου, την ονομάζει Λακωνία, σύμφωνα με το όνομά του, και την πρωτεύουσά του, Σπάρτη, σύμφωνα με το όνομα της βασίλισσάς του. Για περίπου 400 χρόνια, μέχρι το 700 π.Χ., η Σπάρτη ήταν το θρησκευτικό, διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Λακωνίας. Η τέχνη και η μουσική ανθούν.
Η Σπάρτη είναι γνωστή για τα γυναικεία χορικά της. Έχουν πολύ εντυπωσιακά αγγεία, που τα εμπορεύονταν. Ήταν διάσημοι για τα μπρούτζινα χειροτεχνήματά τους, πρώιμα δείγματα της λακωνικής τέχνης. Δεν υπάρχουν καλλιτεχνήματα σπαρτιάτικης προέλευσης, που να χρονολογούνται μετά το 800 π.Χ. Είναι σαν οι κάτοικοι της Σπάρτης να έπαψαν να φτιάχνουν αγγεία. Η απομάκρυνσή τους από την καλλιτεχνική δημιουργία, αποτελεί σαφώς μια ενσυνείδητη απόφαση, η οποία συμπίπτει με την κρίσιμη καμπή στην ιστορία της, την περίοδο που είναι γνωστή ως οι Μεσσηνιακοί πόλεμοι.
ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
Στα 1200π.Χ. αρχίζει μια νέα μετανάστευση λαών προς την ανατολική Μεσόγειο. Ουσιαστικά πρόκειται για επιδρομή λαών που δεν είχαν ακολουθήσει τη πρώτη, του 2000π.Χ. Ένα τμήμα, γνωστοί ως Δωριείς (Δωρίμαχος = αυτός που μάχεται με το δόρυ) κατεβαίνουν πιθανώς από την Ήπειρο και εγκαθίστανται στην Πελοπόννησο κυρίως.
Τη Λακεδαίμονα συγκροτούν τέσσερις συνοικισμοί, η Πιτάνη δυτικά της Ακρόπολης, οι Λίμνες ανατολικά μέχρι τον Ευρώτα, η Κυνόσουρα νοτιοανατολικά και η Μεσόα στο μέσο της απόστασης των τριών αυτών συνοικισμών, όπου βρίσκεται το Λεωνίδιο. Αργότερα θα προστεθεί και μια πέμπτη ακόμη, οι Αμύκλες.
Οι Δωριείς, αρχικά ένας ασήμαντος αριθμός (τον 6ο π.Χ. είναι μόνο 8000 μάχιμοι άνδρες), είναι αναγκασμένοι να επιβιώσουν μέσα σε ένα προδωρικό πληθυσμό, δυσανάλογα μεγαλύτερο (200000 περίπου). Η ανάγκη να επιβιώσουν και κυρίως να μην αναμιχθούν και εξομοιωθούν από τους ντόπιους Αχαιούς, που σημαίνει να μη χάσουν τη φυλετική τους ταυτότητα, τους οδήγησε σε μια διαφορετική οργάνωση της πολιτείας τους. Έπρεπε να είναι τέλειοι πολεμιστές, να βρίσκονται σε διαρκή πολεμική ετοιμότητα. Οργάνωσαν την πόλη τους σε στρατόπεδο. Τα τείχη θεωρήθηκαν περιττά, γιατί αδυνατούσαν να τους προστατέψουν ανάμεσα σε ένα τόσο μεγάλο ντόπιο πληθυσμό. Ο άνθρωπος έπρεπε να γίνει μόνο στρατιώτης. Πρώτη αρετή έπρεπε επομένως να είναι η υποταγή του ατόμου στην κοινωνική ομάδα.
Η μικρή δωρική ομάδα δεν είχε τη δυνατότητα ούτε και επιστροφής, ούτε και να προχωρήσει. Χρειάστηκε ένα διάστημα ως τις αρχές του 8ου αιώνα π.Χ. για να υποτάξει τους προδωρικούς πληθυσμούς της Λακωνίας. Τη μεγαλύτερη αντίσταση συνάντησαν στις Αμύκλες, στο ισχυρό αυτό μυκηναϊκό κέντρο. Μόνο έπειτα από συμφωνία με τους Αμυκλαίους μπόρεσαν να προχωρήσουν στην υπόλοιπη Λακωνία. Άλλα στοιχεία μυκηναϊκής λατρείας ακόμη και ο θεσμός των δύο βασιλείων που βρίσκουμε από τη μετέπειτα στρατιωτική ιστορία, έχουν την καταγωγή τους στην συμφωνία εκείνη. Αλλά και μετά την κατάκτηση της Λακωνίας αρχίζουν τα μεγάλα προβλήματα για την Σπάρτη.
Έπρεπε να βρίσκονται διαρκώς σε επιφυλακή για να επιτηρούν τους Είλωτες, τους υποταγμένους πληθυσμούς, και ταυτόχρονα να διεξάγουν επαναστατικούς πολέμους για να λύσουν το πρόβλημα του υπερπληθυσμού, που έπειτα από μια περίοδο ηρεμίας παρουσιάστηκε με οξύτητα.
Η Σπάρτη χρειαζόταν τη Μεσσηνία, αλλά οι Μεσσήνιοι δεν υποτάχθηκαν εύκολα. Ήταν ένας μακρύς και δύσκολος πόλεμος για τους Σπαρτιάτες. Δεν μπορούσαν να κάμψουν εύκολα τη μεσσηνιακή αντίσταση. Οι βασικές δυσκολίες ήταν κυρίως τοπογραφικές. Έπρεπε να περάσουν τον Ταΰγετο, με ύψος 2.407 μέτρα, όχι βέβαια από την κορυφή, αλλά θα έκαναν κύκλο. Αυτό σήμαινε παράκαμψη και μακρά οδοιπορία και φυσικά απομάκρυνση από τη βάση τους. Οι Μεσσήνιοι, την εποχή εκείνη, δημιουργούσαν τον δικό τους πολιτισμό, ως πόλη-κράτος. Αντιστάθηκαν και προσπάθησαν να παραμείνουν ανεξάρτητοι, αλλά η Σπάρτη τους νίκησε και μετά από 100 χρόνια κατέλαβε τη Μεσσηνία. Έτσι, τον 7ο αιώνα π.Χ., η Σπάρτη ελέγχει 800 τετραγωνικά χιλιόμετρα και γίνεται η μεγαλύτερη πόλη-κράτος της Ελλάδας.
Η υποταγή της Μεσσηνίας, της Αρκαδίας, της Αργολίδας, ενώ έλυνε το πρόβλημα, δημιουργούσε ταυτόχρονα και πρόβλημα για μια όλο και πιο στρατιωτικά οργανωμένη πολιτεία, για έλεγχο των υποταγμένων. Εκτός από τους Δωριείς Σπαρτιάτες, και τους Είλωτες, δημιουργήθηκαν σχεδόν ενωρίς και οι Περίοικοι. Ήταν αυτοί που κατοικούσαν στη γύρω από τη Σπάρτη βουνοπλαγιές. Επρόκειτο για Δωριείς που ήρθαν αργότερα ή για Δωριείς που δεν υπήρχε κλήρος γι αυτούς. Γι αυτό και δεν είχαν τα ίδια δικαιώματα ή υποχρεώσεις με τους πρώτους Δωριείς Σπαρτιάτες. Οι Σπαρτιάτες μαζί με τους περιοίκους πήραν το όνομα Λακεδαιμόνιοι.
ΕΙΛΩΤΕΣ
Οι Μεσσήνιοι υποχρεώνονται να καλλιεργούν τη γη ως Είλωτες, δηλαδή ένα είδος γεωργών δουλοπάροικων. Ο είλωτας καλλιεργεί ένα αγρόκτημα και προσφέρει ένα ποσοστό της ετήσιας παραγωγής του, σ’ έναν Σπαρτιάτη αφέντη, που είναι υπεύθυνος για κάθε είλωτα του αγροκτήματος. Στην ουσία, όμως, ο αφέντης αυτός, δεν είναι κατέχει τον είλωτα, σαν δούλο. Δεν μπορεί να τον πουλήσει ή να τον αγοράσει. Καμιά άλλη ελληνική πόλη-κράτος δεν προσπάθησε να υποδουλώσει έναν ολόκληρο λαό. Υπήρχαν ίσως γύρω στους 240.000 κατοίκους στη Μεσσηνία, ενώ η σπαρτιάτικη κοινωνία περιλάμβανε 10.000 στρατιώτες. Οι Είλωτες υπερείχαν αριθμητικά. Αν σκεφτούμε τη Σπάρτη ως κράτος υπό πολιορκία, προσιδιάζει στο σύγχρονο Ισραήλ. Ασφαλώς, υπάρχουν πολλές διαφορές, αλλά υπάρχει ένα κοινό σημείο ανάμεσα στη Σπάρτη και το Ισραήλ, ότι δεν έχουν την πολυτέλεια να αγνοήσουν την ανάγκη του για ασφάλεια. Η κατάσταση ανάγκασε τη Σπάρτη να αναμορφώσει ριζικά την κοινωνία της. Ανάπτυξε νέους κανόνες, με τους οποίους προσπάθησε να ελέγξει κάθε πτυχή της ζωής των πολιτών της. Ήταν οι μοναδικοί Έλληνες που ασχολούνταν αποκλειστικά με τις τέχνες του πολέμου.
Ο ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ
Σύμφωνα με τον Έλληνα ιστορικό Πλούταρχο, αρχιτέκτονας της νέας αυτής πολεμικής πόλης ήταν ο νομοθέτης Λυκούργος. Ο Λυκούργος ταξίδεψε σε όλη τη Μεσόγειο συλλέγοντας ό,τι πιο άρτιο στρατιωτικά υπήρχε, από την Κρήτη, από την Ιωνία και από την Αίγυπτο. Δέχεται επίσης και την οδηγία του Μαντείου των Δελφών, που του μεταβιβάζει οδηγία του Απόλλωνα. Με αυτές τις καινούργιες οδηγίες πειθαρχίας, η Σπάρτη τελικά μεταμορφώθηκε σε μια σπουδαία στρατιωτική κοινωνία.
Ο στρατός, την εποχή εκείνη, ήταν «ερασιτεχνικός». Ήταν αγρότες που έβγαζαν τις λόγχες από τα σπίτια τους για να πάνε στη μάχη. Ο Λυκούργος, ο «πατέρας» της Σπάρτης είπε: «Ας γίνουμε επαγγελματίες». Και από την απόφαση αυτή ξεκινά να διαμορφώνεται ολόκληρη η σπαρτιάτικη κοινωνία, προς το καλύτερο ή το χειρότερο. Οι νόμοι του επικράτησαν, γιατί είχαν την αυθεντία των Δελφών. Και το Μαντείο είπε ότι οι νόμοι αυτοί έπρεπε να τηρηθούν, σαν να είναι θεϊκοί νόμοι. Ο Λυκούργος, μπορεί να υπήρξε, ή να ήταν το όργανο ενός θρύλου. Το σημαντικό όμως είναι ότι οι Σπαρτιάτες πίστεψαν ότι ήταν η θεϊκή σοφία του Απόλλωνα που τους οδήγησε να δημιουργήσουν ένα στρατηγικό σχέδιο για τη Σπάρτη.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΟΜΗ
Η κοινωνία τους βασίστηκε σε μια πυραμίδα εξουσίας.
Στην κορυφή ήταν οι 10.000 Σπαρτιάτες της κοινωνικής ελίτ, που ονομάζονταν Όμοιοι, δηλαδή, οι ευπατρίδες. Θεωρητικά, όλοι τους είχαν ίσο πλούτο και ίσο λόγο στην κυβέρνηση. Στόχος ήταν η δημιουργία μιας κοινωνίας ίσων. Ένας στρατός που πολεμάει και μια κοινωνία ενοποιημένη. Όλα στόχευαν στην ομογενοποίηση, στην ομοιότητα, αν θέλετε. Αυτό ήταν το κλειδί του σπαρτιάτικου συστήματος: η σταθερότητα, η τάξη και η υπακοή.
Κάτω από τους «Όμοιους» ήταν οι 50-60.000 ελεύθεροι και ανεξάρτητοι άνθρωποι που ζούσαν στη Λακωνία, κυρίως γύρω από τη Σπάρτη και λέγονταν Περίοικοι. Δεν μπορούσαν όμως να συμμετέχουν στη λήψη πολιτικών αποφάσεων και ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν τους Σπαρτιάτες, όπου αυτοί τους οδηγούσαν. Οι «Περίοικοι» ήταν ουσιαστικά η μεσαία τάξη, χωρίς δικαίωμα ψήφου, που κρατούσε τους «Όμοιους» πάντα ετοιμοπόλεμους. Αναλάμβαναν το εμπόριο, τις τέχνες, τις κατασκευές που ήταν αναγκαίες για τη διατήρηση της σπαρτιάτικης κοινωνίας. Τα όπλα, για παράδειγμα, τα έφτιαχναν οι «Περίοικοι». Αυτοί ήταν ο μοχλός που επέτρεπε στους Σπαρτιάτες να έχουν χρόνο και να προετοιμάζονται για πόλεμο. Οποιαδήποτε άλλη ενασχόληση, που δεν ήταν ουσιώδης για τη νέα σπαρτιάτικη πολεμική μηχανή, εγκαταλείφθηκε. Είναι σαφές ότι το τίμημα που πλήρωσαν οι Σπαρτιάτες, για τη λύση του προβλήματός τους, ήταν μια πολιτιστική ακύρωση, που οι ίδιοι επέβαλαν στους εαυτούς τους. Επειδή η καλλιτεχνική δημιουργία απαιτεί κάποια ελευθερία, η οποία τους αποστερήθηκε.
Στη βάση της πυραμίδας ήταν οι Είλωτες, που υπερτερούσαν αριθμητικά κάθε άλλης τάξης. Οι σύζυγοι και οι κόρες της σπαρτιάτικης ελίτ φρόντιζαν τα σπίτια τους. Αυτό το σύστημα επέτρεπε στους «Όμοιους» να είναι οι μόνοι υπεύθυνοι για την πόλη-κράτος. Ήταν διατεθειμένοι να φτάσουν στη λήψη ακραίων μέτρων για να σμιλέψουν ένα κράτος που κανείς δεν είχε ξαναδεί μέχρι τότε και κανείς δεν ξαναείδε από τότε. Στις επόμενες δεκαετίες, η Σπάρτη περνά σ’ ένα νέο σύστημα διακυβέρνησης που ελέγχει κάθε πλευρά της ζωής του πολίτη, από την κούνια μέχρι τον τάφο.
ΕΥΓΟΝΙΚΗ
Τον 7ο αιώνα π.Χ., η Σπάρτη είναι πλέον μοναδική ανάμεσα σ’ όλες τις άλλες πόλεις-κράτη που περιβάλλονται από το Αιγαίο. Στις περισσότερες από αυτές, το κράτος έλεγχε τη ζωή των ανθρώπων σε τέτοιο βαθμό, που σε πολλούς από εμάς δεν θα ήταν ανεκτός σήμερα. Η Σπάρτη, όμως, είχε περάσει σε πολύ ακραία επίπεδα. Σε καμιά άλλη πόλη-κράτος, η κυβέρνηση δεν υπήρξε τόσο επεμβατική. Ήταν ένας έλεγχος από την κούνια μέχρι τον τάφο. Στην πραγματικότητα, ο έλεγχος του κράτους ξεκινούσε με τη γέννηση του πολίτη. Μετά τη γέννα, η πρώτη πράξη του κράτους ήταν να εξετάσουν το νεογέννητο και να κρίνουν αν είναι κατάλληλο ή όχι για να ζήσει. Σ’ αυτήν τη σκληροπυρηνική στρατιωτική κοινωνία, δεν μπορούσε να υπάρχει κάποιος που να ήταν ασθενής ή αδύναμος κρίκος. Αν κάποιο μωρό είχε κάποια ατέλεια ή αδυναμία, δεν του επέτρεπαν να ζήσει και το απέρριπταν για λόγους ευγονικής, ένας σπαρτιάτικος ευφημισμός για την εγκατάλειψη των παιδιών, που είχαν κάποιο ελάττωμα. Το παιδί το μετέφεραν σ’ έναν ιερό λόφο, όπου το άφηναν εκεί εκτεθειμένο για να πεθάνει. Τα αισθήματα των γονιών δεν έπαιζαν κανένα ρόλο. Το μόνο που είχε σημασία ήταν το όφελος του παιδιού προς το κράτος, κάτι που μπορεί να φαίνεται εξωφρενικό, αλλά ο στόχος τους ήταν να παράγουν πολεμιστές και ήταν αυτό που αναζητούσαν στα νεογέννητα. Δεν θεωρούσαν ότι ήταν καταδικαστέο το να επιλέγουν τους καλύτερους και δυνατότερους. Και τα νεογέννητα κορίτσια περνούσαν από την ίδια επιτροπή ευγονίας για να αποφασιστεί αν θα ζήσουν ή θα ριχτούν στον Καιάδα. Όσα κορίτσια επιβίωναν, εκπαιδεύονταν για να γίνουν μητέρες, ενώ τα αγόρια για να γίνουν Σπαρτιάτες πολεμιστές που θα ασκούσαν την εξουσία.
Υπήρχαν αγέλες κοριτσιών, η γύμνια ήταν υποχρεωτική σε ορισμένες τελετουργίες, οι ασκήσεις του σώματος και οι αγώνες ήταν κοινοί και για τα δύο φύλα. Γενικά η ζωή της Σπαρτιάτισσας μπορεί να συσχετιστεί έμμεσα με τις περιγραφές που κάνει ο Πλάτωνας στην Πολιτεία για την γυναίκα-πολεμίστρια.
Με νόμο ήταν ορισμένος ο χρόνος τέλεσης του γάμου, όταν γυναίκες και άντρες βρισκόταν στην σωματική τους ακμή και οι επαφές τους έπρεπε να γίνονται με έλεγχο των ενστίκτων τους, έτσι ώστε πάντα να επιθυμούν ο ένας τον άλλο και να είναι ο καρπός της ένωσης τους δυνατός.
Επίσης μπορούμε να πούμε ότι υπήρχε ένα είδος κοινοκτημοσύνης ανδρών και γυναικών, αφού μπορούσαν να ενωθούν οι καλύτεροι μεταξύ τους με την έγκριση των συζύγων τους, για να αποκτήσουν παιδιά με θαυμαστό σώμα αλλά και ψυχικά χαρίσματα.
- Επιτρέπεται η ανταλλαγή γυναικών μεταξύ των ομοίων και γι' αυτό δεν υπάρχει μοιχεία, ή ζήλια, καθότι <<ο διπλανός μου δεν είναι άλλος. Είμαι εγώ ο ίδιος, μετά από τόσα χρόνια κοινής ζωής και δυσκολιών και τίποτα δεν μπορεί να παρεισφρήσει ανάμεσά μας>>.
Και οι γυναίκες; Τι ρόλο παίζουν οι γυναίκες σ αυτή την ενάρετη στρατοκρατική κοινωνία; Είναι καταδικασμένες στην αφάνεια, είναι φύσει αμαρτωλές, όπως στις μονοθεϊστικές θρησκείες, αποτελούν εμπόδιο στην πορεία του πολεμιστή για τη γνώση; H θέση των Σπαρτιατών είναι και σ αυτό διαφορετική. Οι γυναίκες είναι κυρίαρχες στον οίκο, οι άνδρες είναι κυρίαρχοι στον στρατώνα. «Γιατί εσείς οι Λάκαινες έχετε τόση επιρροή στους άνδρες σας;» γράφει ο Πλούταρχος, διασώζοντας το ερώτημα κάποιας Αθηναίας προς τη Γοργώ, τη σύζυγο του Λεωνίδα. «Γιατί είμαστε οι μόνες που γεννάμε άνδρες» απαντάει αυτή αποστομωτικά..
- Οι Σπαρτιάτισσες ήταν υπεύθυνες των οικονομικών του οίκου και κατά συνέπεια απολύτως σεβαστά πρόσωπα από τους άντρες τους, αφού η πληρωμή του συσσιτίου και συνεπώς η παραμονή των ανδρών στην κατηγορία των <<ομοίων>>, εξαρτιόταν πλήρως από την οικονομική διαχείριση που θα έκαναν οι γυναίκες τους
Για να διατηρηθεί ο θεσμός του γάμου αναλλοίωτος, είχαν θεσπιστεί ειδικά πρόστιμα. Αυτά ήταν το πρόστιμο του αγαμίου, για εκείνους που δεν παντρευόταν, του οψιγαμίου, για εκείνους που παντρευόταν σε μεγάλη ηλικία και του κακογαμίου για εκείνους που είχαν συνάψει κακό γάμο.
Εκείνοι μάλιστα που δεν παντρευόταν, στερούνταν της τιμής και του σεβασμού από τους νεωτέρους τους. Λέγεται ότι κάποτε σ' ένα διακεκριμένο στρατηγό, τον Δερκυλλίδα, κάποιος νέος δεν του παραχώρησε τη θέση του, λέγοντας του: «Δεν έχεις γεννήσει ένα γιο που θα δώσει το κάθισμα του σε μένα». (Πλούταρχου: Λυκούργος)
Όσα παιδιά επιζούσαν τα εκπαίδευαν και τα διέπλαθαν για να γίνουν η πολεμική μηχανή που θα ελέγχει τους Είλωτες, τους υπόδουλους Μεσσήνιους. Όταν ένας μικρότερος πληθυσμός θέλει να υποδουλώσει έναν μεγαλύτερο, τότε κάθε Σπαρτιάτης πρέπει να είναι ποιοτικά ανώτερος έναντι 10 ή 12 Μεσσηνίων. Ο μόνος τρόπος για να πετύχει κανείς ένα τέτοιο επίπεδο στρατιωτικής αρίστευσης ήταν μέσω στρατιωτικής εκπαίδευσης από πολύ νεαρή ηλικία. Οι Σπαρτιάτες πίστευαν ότι οι φιλάσθενοι δεν θα επιζούσαν καν από το μοναδικό εκπαιδευτικό πρόγραμμά τους, που μετέτρεπε τα συνηθισμένα αγόρια σε φονικές μηχανές.
Μόνο δυο άνθρωποι στη Σπάρτη μπορούσαν να έχουν ταφόπλακα με το όνομά τους γραμμένο πάνω σ’ αυτήν: ο ένας ήταν ο άνδρας που πέθαινε στη μάχη για τη Σπάρτη και ο άλλος ήταν η γυναίκα που πέθαινε κατά τον τοκετό, γιατί και στις δυο πράξεις θεωρείτο ότι έδινες τη ζωή σου για το κράτος. Αν το σκεφτεί αυτό κανείς για λίγα λεπτά: η γέννηση και η ανατροφή του παιδιού δεν είναι για την οικογένεια ή το άτομο, αλλά για το κράτος.
Η ΑΓΩΓΗ
Η εκπαίδευση των παιδιών ήταν στην αρμοδιότητα του κράτους. Μόλις γεννιόταν ένα παιδί, ο πατέρας του έπρεπε να το παρουσιάσει στη λέσχη, που απαρτιζόταν από τους γέροντες, για επιθεώρηση έτσι ώστε να γίνει αποδεκτό μέλος της φυλής.
Τα αγόρια έμεναν με τους γονείς τους έως τα επτά τους χρόνια. Στη συνέχεια ανήκαν στην πολιτεία η οποία ήταν υπεύθυνη για την αγωγή τους μέχρι το εικοστό έτος. Γινόταν μέλη σε δύο τύπους ομάδων. Οι πρώτες ονομαζόταν Βούαι που αποτελούνταν από αγόρια ίδιας ηλικίας και αρχηγοί τους ήταν οι Βουαγοί. Οι δεύτερες ονομαζόταν Ίλαι και σχηματιζόταν από αγόρια διάφορων ηλικιών. Αρχηγός της ‘Ίλης ήταν ο Πρωτείρας ή Είρην, δηλαδή ένα αγόρι από δεκαέξι έως είκοσι ετών.
Η ζωή ενός αγοριού από τη Σπάρτη θα μας φαινόταν σκληρή σήμερα. Μέχρι την ηλικία των 7 ετών, το άφηναν κυρίως με τη μητέρα του, ενώ ο πατέρας του το επισκεπτόταν και ήταν ένα φυσιολογικό αγόρι. Ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος γράφει ότι στην ηλικία αυτή, κάθε αγόρι από τη Σπάρτη το έπαιρναν από την οικογένειά του και το παρέδιδαν σ’ ένα κρατικό σύστημα εκπαίδευσης, όπου ζούσε μια σκληρή στρατιωτική ζωή. Το νεαρό Σπαρτιατόπουλο μπαίνει στον κόσμο των ανδρών και αυτή θα ήταν η πραγματικότητά του για το υπόλοιπο της ζωής του. Αρχικά έμπαινε σ’ ένα στρατόπεδο νεοσύλλεκτων, παρόμοιο με στρατιωτική ακαδημία, που λεγότανΑγωγή, ή, όπως μερικοί το ονομάζουν, «κατασκήνωση των λυκόπουλων από την κόλαση». Όταν ένα αγόρι έμπαινε στην «Αγωγή», δεν έκανε τίποτε άλλο πέρα από το να εκπαιδεύεται για τα επόμενα δώδεκα χρόνια, μέχρι να μπει στο στρατό. Η εκπαίδευσή του επικεντρωνόταν σε στρατιωτικές δεξιότητες, στην πειθαρχία και στη σκληραγωγία.
Τα πρώτα 5 χρόνια του αγοριού στην Αγωγή, από την ηλικία των 7 έως την ηλικία των 12 ετών, ο παιδονόμος αναλάμβανε τη σωματική του εκγύμναση και τη βασική του μόρφωση. Την πειθαρχία και την τιμωρία, όμως, αναλάμβαναν μεγαλύτερα παιδιά, οι Είρηνες. Για να το καταλάβετε αυτό, σκεφτείτε τα σκληρότερα παιδιά από το σχολειό σας να είναι υπεύθυνα για σας όταν μπαίνετε στην Α' Δημοτικού. Είναι ένα σύστημα που στην ουσία χρησιμοποιεί τη σκληρή συμπεριφορά που έχουν συνήθως τα παιδιά μεταξύ τους, με σκοπό να διδάξει το Σπαρτιατόπουλο από πολύ νεαρή ηλικία ότι πρέπει να υπακούει κάθε διαταγή από κάθε ανώτερό του. Είναι πράγματι μια τρομακτική προοπτική!
Το πρώτο μάθημα στην Αγωγή ήταν να σκληραγωγούν τα παιδιά, για τη σκληρή ζωή που τα περίμενε. Το εκπαιδευτικό τους σύστημα αναζητούσε συνεχώς την αδυναμία. Αλλά και στην υπόλοιπη ζωή του, ο Σπαρτιάτης ανησυχεί για τη γνώμη των συμπολιτών του. Τον παρακολουθούν συνεχώς ψάχνοντας για αδυναμία, για να διαπιστώσουν αν πραγματικά είναι ετοιμοπόλεμος. Το αέναο ερώτημα ήταν: «Είσαι ικανός; Μπορείς; Είσαι αρκετά σκληραγωγημένος για να είσαι Σπαρτιάτης;» Ήταν ένα σύστημα σκληραγωγίας-αγάπης, με έμφαση πιο πολύ στη σκληραγωγία, παρά στην αγάπη. Και τα κορίτσια της Σπάρτης λάμβαναν εκπαίδευση, αλλά στο σπίτι. Τα εκπαίδευαν από την παιδική τους ηλικία για να είναι σκληραγωγημένα, σωματικά γυμνασμένα για να είναι, ως ένα σημείο, αυτάρκη. Επειδή ανατρέφονταν για να παράγουν δυνατούς γιους που θα υπερασπιστούν την κοινότητα.
Στην ηλικία των 12 ετών, τα Σπαρτιατόπουλα έμπαιναν στη δεύτερη φάση της εκπαίδευσής τους στην Αγωγή. Και οι συνθήκες επιδεινώνονταν. Κάθε αγόρι έπαιρνε ένα και μόνο χιτώνα. Αυτό ήταν το μοναδικό ένδυμα που έπρεπε να φορούν ολόκληρο τον χρόνο. Έπρεπε επίσης να κυκλοφορούν πάντα ξυπόλυτοι για να σκληραγωγούνται σωματικά και πνευματικά. Όποιος έχει επισκεφτεί το χειμώνα τη Λακωνία καταλαβαίνει ότι, ο σύγχρονος Ευρωπαίος, αν είχε μόνον ένα χιτώνα και ήταν ξυπόλητος, θα πέθαινε μόνο σε λίγα λεπτά! Τα αγόρια ήταν κουρασμένα, κρύωναν και πεινούσαν.
Οι Βούες κάλυπταν κυρίως την πνευματική και σωματική αγωγή των νέων, ενώ οι ‘Ιλες λειτουργούσαν περισσότερο ως συγκροτημένες ομάδες, προπαρασκευαστικές της πολεμικής τέχνης και πειθαρχίας.
Την ευθύνη για την σωστή εκπαίδευση των παιδιών είχε ο παιδονόμος, άτομο ενάρετο και διακεκριμένο στην πόλη. Σαν βοηθούς του είχε του μαστιγοφόρους, εφήβους που είχαν σαν καθήκον τους την τιμωρία, όταν αυτή ήταν αναγκαία.
Από πολύ μικρά μάθαιναν να επιβιώνουν σε δύσκολες συνθήκες, φορώντας τα ίδια ρούχα χειμώνα-καλοκαίρι, χωρίς να φορούν παπούτσια και τρεφόμενα με μικρή ποσότητα τροφής. Σε σχέση με το θέμα της τροφής, τα παιδιά μπορούσαν να κλέψουν επιπλέον τρόφιμα, χωρίς όμως να τα αντιληφθούν, επειδή σε αντίθετη περίπτωση η τιμωρία ήταν σκληρή.
Η μέθοδος αυτή είχε ως στόχο να μπορούν να αναπτύξουν πονηριά και εγρήγορση, στοιχεία που θα βοηθούσαν στην πορεία τους σαν ενήλικες πολεμιστές.
Για να μην μένουν τα παιδιά ποτέ χωρίς αρχηγό, αν ο παιδονόμος έλειπε για κάποιο λόγο, κάθε πολίτης είχε το δικαίωμα να διευθύνει τα παιδιά, να τους επιβάλλει ό,τι θεωρεί καλό και να τα τιμωρεί, αν έκαναν κάποιο σφάλμα. Αυτό είχε σαν σκοπό τα παιδιά να δρουν πάντα μέσα στα πλαίσια της ηθικής και των νόμων.
Επίσης με νόμο είχε οριστεί πως κάθε πολίτης θα έχει την ευθύνη όχι μόνο των δικών του παιδιών, αλλά και των παιδιών όλης της πόλης. Με αυτό τον τρόπο όλοι είχαν την ευθύνη για την ανατροφή τους.
Στην εφηβεία, στην φάση που πολύ εύκολα μπορεί να αναπτυχθεί η έπαρση, η αλαζονεία και έντονες επιθυμίες για απολαύσεις, οι υποχρεώσεις ήταν πολλές. Ο έφηβος έπρεπε να γίνει θαρραλέος κατανικώντας κάθε έννοια δειλίας και να αναπτύξει σεβασμό και ντροπή ως προς τους μεγαλύτερους του.
‘Έτσι προχωρούσε στο δρόμο με τα δυο του χέρια μέσα στα ρούχα του, σιωπηλός και με χαμηλωμένο το βλέμμα.
« Εκείνων τουλάχιστον τη φωνή θα άκουγες λιγότερο παρά των λίθινων αγαλμάτων, πολύ λιγότερο θα μετέστρεφες το δικό τους βλέμμα, παρά των χάλκινων ανδριάντων και θα τους θεωρούσες πιο ντροπαλούς ακόμα και από τις παρθένες στα νυφικά δωμάτια. ‘Όταν μάλιστα φτάνουν στο συσσίτιο, ευχαριστημένος να είσαι και την απάντηση τους στις ερωτήσεις να ακούσεις». (Ξενοφώντα: Λακεδαιμονίων Πολιτεία)
ΜΕΛΑΣ ΖΩΜΟΣ
Το γεύμα το μαγείρευαν οι Είλωτες. Έφτιαχναν φρικτά φαγητά. Το πιο διάσημο σπαρτιάτικο φαγητό ήταν ο μέλας ζωμός (μαύρη σούπα). Ήταν χοιρινό που κολυμπούσε μέσα σε μπόλικο αίμα! Όσοι επισκέπτονταν τη Σπάρτη έφριτταν με τη σπαρτιάτικη δίαιτα, όπως μαρτυρά ένα διάσημο κείμενο, που καταγράφεται από κάποιον επισκέπτη από τον Βορρά. Αυτός, αφού δοκίμασε τον μέλανα ζωμό, είπε ότι τώρα κατάλαβε γιατί οι Σπαρτιάτες ήταν τόσο πρόθυμοι να πεθάνουν. Η σούπα δεν ήταν μόνο απαίσια, αλλά και λίγη. Συχνά, τα παιδιά δεν τα τάιζαν αρκετά, ώστε να πεινάνε συνέχεια. Και τα μαθαίνουν ότι, αν ήθελαν να έχουν αρκετό φαγητό, θα έπρεπε να το κλέψουν. Αυτό γινόταν, εν μέρει, για να τους κρατά σε εγρήγορση, αλλά εν μέρει, για να εκπαιδεύονται στην ικανότητα επιβίωσης. Όλα συνέβαλαν στο να φτιάξεις έναν Σπαρτιάτη που θα μπορούσε να πολεμήσει και να επιβιώσει εκτός Σπάρτης, σε μια ξένη χώρα.
Όποιο παιδί το συλλάμβαναν να κλέβει, το τιμωρούσαν. Ενώ ταυτόχρονα, όποιο παιδί δεν έκλεβε, το θεωρούσαν «λαπά». Αν ήταν καλός κλέφτης και δεν το έπιαναν, τότε ευημερούσε. Ο Πλούταρχος καταγράφει το μέχρι πού έφταναν τα παιδιά αυτά για να μη τα συλλάβουν: Ένα πεινασμένο αγόρι έπιασε ένα μικρό αλεπουδάκι για να το φάει. Όταν ο ανώτερός του υποπτεύθηκε ότι είχε κλέψει το αλεπουδάκι, το αγόρι έκρυψε το ζώο κάτω από το χιτώνα του και για να μη πιαστεί, προτίμησε να αφήσει το ζώο να του καταφάει τη σάρκα, μέχρι που το παιδί πέθανε. Αυτό αποτελεί παράδειγμα της σπαρτιάτικης σκληραγωγίας. Το παιδί είχε μάθει να μη κλαίει, να είναι σκληραγωγημένο, να αντέχει και να κρύβει τον πόνο και να υπακούει τους ανωτέρους του, ενώ ταυτόχρονα κάτι έτρωγε τα σωθικά του. Όλη η κοινωνία προσπαθούσε να σου αφαιρέσει την ατομική σου ταυτότητα.
ΤΟ ΜΑΣΤΙΓΩΜΑ
Ένα άλλο παράξενο τελετουργικό που έκαναν, για να βεβαιωθούν ότι τα αγόρια ήταν σκληραγωγημένα, είναι ότι τα μαστίγωναν μέχρι αιμορραγίας και όποιος ήταν ο πιο σκληραγωγημένος και άντεχε περισσότερο, αυτός δεχόταν μεγάλες τιμές. Οι οικογένειες παραβρίσκονταν και φώναζαν στα αγόρια: «Μη λιποθυμήσεις, μη λιποθυμήσεις!». Υπάρχουν ενδείξεις ότι στην εκπαίδευσή του υπήρχε αυξανόμενο επίπεδο βίας, καθώς τα αγόρια μεγάλωναν. Οι εκπαιδευτές τους φώναζαν, καθώς τα σκληραγωγούσαν: «Το οφείλεις στην οικογένειά σου, στη σπαρτιάτικη κληρονομιά σου! Θα γίνεις δυνατός, αλλιώς θα πεθάνεις! Σπρώξε Σπαρτιάτη!». Η σκληραγώγηση των εφήβων κρίθηκε αναγκαία, εξαιτίας του είδους των μαχών που θα έδιναν κάποια μέρα. Η αλυσίδα είναι τόσο δυνατή όσο και ο αδύναμος κρίκος της. Συνεπώς το σημαντικό είναι να φροντίσεις να είναι όλοι εξίσου δυνατοί και να εξοντώνονται οι αδύναμοι. Οι Σπαρτιάτες ήταν οι μόνοι από όλους τους άλλους Έλληνες που, όταν πήγαιναν σε πόλεμο, περνούσαν καλύτερα.
Όταν τα αγόρια της Σπάρτης έφταναν στην αρχή της εφηβείας τους, στη στρατιωτική τους εκπαίδευση πρόσθεταν όπλα, όπως ξύλινα σπαθιά και λόγχες χωρίς αιχμές. Οι συνέπειες, όμως, αυτών των στρατιωτικών παιχνιδιών μπορούσαν να είναι θανατηφόρες. Νέοι σκοτώνονταν στην πορεία αυτής της μάχης. Ήταν μια δοκιμασία. Θα έβλεπες τους συντρόφους σου και τους φίλους σου να σκοτώνονται.
Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΟΥ ΤΥΡΙΟΥ
Η ζωή στη σπαρτιάτικη Αγωγή ήταν μια ατέρμονη δοκιμασία. Τα παιδιά περνούσαν συνεχώς δοκιμασίες ισχύος, ευλυγισίας, αντοχής και πανουργίας. Η αποτυχία τιμωρούταν πολύ αυστηρά. Στους αγώνες στο ιερό της Όρθιας Αρτέμιδος, οι Σπαρτιάτες συγκεντρώνονταν για να παρακολουθήσουν μια δοκιμασία που θα τη λέγαμε η «αρπαγή του τυριού». Οι νεαροί Σπαρτιάτες χωρίζονταν σε δύο ομάδες. Η μια προσπαθούσε να κλέψει το τυρί που ήταν στον βωμό και η άλλη ομάδα με μαστίγια προσπαθούσε να τους εμποδίσει. Σε μια τέτοια δοκιμασία σαφώς και θα υπήρχαν και περιπτώσεις θανάτου.
Οι δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλονταν οι νεαροί Σπαρτιάτες μοιάζουν με τις τελετές μύησης στις σύγχρονες πανεπιστημιακές αδελφότητες. Υπήρχαν πολλά Σπαρτιατόπουλα που δεν άντεχαν στη δοκιμασία, αποτύγχαναν και πέθαιναν. Ένας συνεχής ανταγωνισμός, όπου όλοι κρίνονται και άλλοι ταπεινώνονται, ενώ στους νικητές πρόσφεραν διάφορες τιμές. Ο Σπαρτιάτης εκπαιδεύεται για να είναι σαν τους άλλους, για να θυσιάζεται για το σύνολο, αλλά και για να είναι ανώτερος από τους άλλους.
Ο ΜΕΝΤΟΡΑΣ
Για να τους βοηθήσει στην εκπαίδευσή τους, κάθε Σπαρτιατόπουλο είχε έναν μέντορα, κάποιον μεγαλύτερο άντρα, που η σχέση του με το αγόρι θα συνεχιζόταν δια βίου. Ο μέντορας ήταν υπεύθυνος στο να προσέχει το αγόρι, να ελέγχει την εκγύμνασή του, τους τρόπους του και τη συμπεριφορά του. Οι σύγχρονοι μελετητές δεν έχουν καταλήξει στο αν η φιλιά αυτή συμπεριλάμβανε και σεξουαλικές σχέσεις. Σε πολλές καταστάσεις, όπου οι γυναίκες εξαιρούνται στο να συμμετάσχουν, όπως για παράδειγμα ο στρατός, τότε, η πιθανότητα μιας σχέσης, ακόμα και ομοφυλοφιλικής, αυξάνεται. Η προσδοκία, για την όποια σεξουαλική σχέση που ενδεχομένως είχε υπάρξει σε νεαρή ηλικία, είναι να τελειώσει όταν το παιδί γίνει ενήλικας και τότε η σχέση συνεχιζόταν με τη μορφή στενής φιλίας. Η σχέση μέντορα-εκπαιδευόμενου ήταν τμήμα του νήματος που έδενε τη σπαρτιάτικη κοινωνία. Συνεπώς, όταν οι Σπαρτιάτες βρίσκονταν στη μάχη, ήταν άνδρες με τη στενότερη δυνατή σχέση μεταξύ τους και που τώρα στέκονταν ο ένας δίπλα στον άλλον. Η συνοχή των μικρών ομάδων είναι αποφασιστική στον πόλεμο. Τι πιο συνεκτικό από ομάδα ανδρών τέτοιου τύπου.
Καθώς ο Σπαρτιάτης μεγάλωνε εισαγόταν συστηματικά σε δυο διαφορετικές, αλλά και εντελώς πρακτικές εμπειρίες: Αφενός το γάμο και αφετέρου την ψυχρή δολοφονία. Κληρονομιά της Σπάρτης είναι ότι δεν εφεύραν μόνο την έννοια της στρατιωτικής πειθαρχίας, αλλά και την τελειοποίησαν μέσα από τις κοινωνικές δομές τους και το εκπαιδευτικό τους σύστημα.
Η ΚΡΥΠΤΕΙΑ
Όταν ο νεαρός Σπαρτιάτης γινόταν 18 ετών, η εκπαίδευσή του είχε ολοκληρωθεί. Είχε επιζήσει από μια σπαρτιάτικη εκπαίδευση που ήταν σχεδιασμένη για να ξεριζώσει τους αδύναμους και του είχε μάθει να σκοτώνει ή να σκοτώνεται. Τώρα, αποφοιτά από το ένα σύστημα και μπαίνει σ’ ένα άλλο, τον στρατό, που θα γίνει κομμάτι της ζωής του μέχρι που να πεθάνει. Πριν όμως αποφοιτήσει, το νεαρό Σπαρτιατόπουλο περνούσε μια τελευταία δοκιμασία, που ήταν και η πιο βάναυση. Οι άριστοι σπουδαστές καλούνταν να μπουν στην Κρυπτεία, μια μυστικιστική οργάνωση, που εξολόθρευε Είλωτες.
Η κρυπτεία ήταν ένας ακόμα θεσμός στην διαμόρφωση του εφήβου στον αυριανό πολεμιστή. Χαρακτηριστικά της ήταν η απομόνωση ομάδων εφήβων, η ζωή στην άγρια φύση, το κυνήγι που πολλές φορές είχε ως θύματα είλωτες και γενικά η επιβίωση πέρα από κανόνες και τάξη.
Ο κρύπτης δεν διαθέτει όπλα, ζει στα βουνά, έχει πεδίο δράσης στη νύχτα, τρέφεται με ότι βρίσκει και ενσαρκώνει τον πολεμιστή που μπορεί να αντιμετωπίσει κάθε κίνδυνο. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η κρυπτεία ήταν ένα είδος μύησης, μια φάση περάσματος από το επίπεδο του εφήβου που δεν έχει συγκεκριμένες υποχρεώσεις και δικαιώματα σε αυτό του ενήλικα οπλίτη που γίνεται αποδεκτός αφού έχει δοκιμαστεί και έχει αποδείξει την αξία του.
Στην Κρυπτεία οι Σπαρτιάτες έπαιρναν τους άριστους, τους πιο ευφυείς πολεμιστές και τους χρησιμοποιήσουν για εκφοβισμό των ανθρώπων, στους οποίους βασιζόταν όλο η σπαρτιάτικη κοινωνία. Αν ήσουν πολύ όμορφος Είλωτας, γνωστός για αγροτικές καινοτομίες ή εξαιρετικός σε κάτι, ζούσες με το φόβο να μάθει η Κρυπτεία το επίτευγμά σου και να βρεθείς νεκρός. Τα μέλη της Κρυπτείας ζούσαν έξω από τη Σπάρτη και με προπέτασμα το σκοτάδι, έκοβαν λαρύγγια. Ο νεαρός Σπαρτιάτης έπρεπε να το σκάσει από το στρατώνα το βράδυ και να σκοτώσει έναν Είλωτα.
Στην ιστορία, κάθε πολιτισμός έχει τη δική του εκδοχή για το πέρασμα στην ενηλικίωση, όταν δηλαδή ένα αγόρι περνά το κατώφλι και γίνεται άνδρας. Ξέρουμε ότι σε πολλές κοινωνίες, η ενηλικίωση συνδεόταν με την επίτευξη ενός εξαιρετικού επιτεύγματος. Στη σπαρτιάτικη κοινωνία δεν γινόταν άνδρας μέχρι να στραγγαλίσει κάποιον μέχρι θανάτου. Η πρακτική της δολοφονίας ενός Είλωτα ήταν πολύ παλιά. Το βασικό, όμως, του τελετουργικού δεν ήταν ο ίδιος ο φόνος. Αυτό που έπρεπε να προσέξει ήταν να μη το πιάσουν, όταν το έκανε, αλλιώς θα το τιμωρούσαν σκληρά. Ο θεσμός ήθελε να το εκπαιδεύσει στην τεχνική της διαφυγής, στην τέχνη του να είναι καλός στρατιώτης.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα ήταν παράλειψη εάν δεν αναφερόμασταν σε ένα πολύ σημαντικό μέσον κατασκοπείας, το οποίο χρησιμοποιούνταν κατά κύριο λόγο σε περιόδους πολέμου ή εσωτερικής κρίσης στη Σπάρτη. Αυτό το μέσον, είναι η μέθοδος της κρυπτογράφησης που χρησιμοποιούσαν την κρυπτεία σκυτάλη.
Η κρυπτεία σκυτάλη ήταν μια λεπτή ταινία (3χιλ.) κατεργασμένου δέρματος τυλιγμένη σε κυλινδρικό ξύλο, όπου ο αποστολέας έγραφε το μήνυμα και ο δέκτης το διάβαζε ξανατυλίγοντάς την σε ξύλο ίσης διατομής. Χρησιμοποιήθηκε από τον 7ο π. Χ. αιώνα για την ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ των εφόρων, του βασιλιά και του αρχιστράτηγου των Λακεδαιμονίων.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο στο έργο του: «Ο βίος του Λυσάνδρου» η κρυπτογράφηση αποτελούσε έναν μυστικό τρόπο μεταφοράς κωδικοποιημένων μηνυμάτων, που έχρηζαν αποκωδικοποίησης. Η περιγραφή γίνεται ως εξής: γύρω από ένα ξύλινο κύλινδρο, που ονομαζόταν «σκυτάλη» τυλιγόταν μια ταινία περγαμηνής, υφάσματος ή ακόμη και δέρματος. Κατά μήκος της περιέλιξης καταγράφονταν σειρές μηνύματος. Όταν ξετυλίγονταν η ταινία, τα γράμματα βρίσκονταν σε αταξία, γεγονός το οποίο καθιστούσε αδύνατη την ανάγνωση του μηνύματος, ή οδηγούσε σε λάθος συμπεράσματα προκειμένου να παραπλανήσει τον εχθρό στην περίπτωση που έπεφτε στα χέρια του.
Ο παραλήπτης έπρεπε να τυλίξει την ταινία σε σκυτάλη ίδιου μήκους και διαμέτρου, με τρόπο που είχε προ-συμφωνηθεί με τον αποστολέα, προκειμένου να αποκαλύψει το μήνυμα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τα μηνύματα που έπρεπε να γραφούν ήταν «λακωνικά», δηλαδή σύντομα, επιβεβαιώνοντας έτσι τον τρόπο επικοινωνίας των Λακεδαιμονίων μεταξύ τους.
Μία σκυτάλη τυχαίων διαστάσεων κόβονταν στη μέση. Το ένα τμήμα το φύλαγαν οι έφοροι της Σπάρτης και το άλλο το έπαιρνε μαζί του ο εκάστοτε επικεφαλής του στρατεύματος. Όταν ένα από τα δύο μέρη ήθελε να επικοινωνήσει με το άλλο, τύλιγε μια μακρόστενη λουρίδα, από ύφασμα ή περγαμηνή, γύρω από το κομμάτι της σκυτάλης που είχε. Ο τρόπος που θα το τύλιγε είχε προ-συμφωνηθεί. Μερικές φορές χρησιμοποιούσαν καθρέφτη ώστε τα γράμματα να γράφονται ανάποδα. Κατόπιν ξετύλιγε την λουρίδα υφάσματος στην οποία πλέον δεν ήταν δυνατή η άμεση ανάγνωση του μηνύματος. Ο παραλήπτης τύλιγε πάλι τη λουρίδα με τον προσυμφωνημένο τρόπο και αφού η σκυτάλη είχε την ίδια διάμετρο τα γράμματα συνέπιπταν.
Η τηλεπικοινωνιακή αυτή μέθοδος αναφέρεται εκτός από τον Πλούταρχο και από άλλους συγγραφείς όπως ο Θουκυδίδης, Αριστοφάνης, Πλάτων κ.α. Η μέθοδος της κρυπτείας ή λακεδαιμονικής σκυτάλης δεν είχε συνεχιστές πάραυτα αποτελεί τον πρόγονο του συστήματος κρυπτογραφήσεως με μετάθεση στοιχείων.
Χάρη στην "Κρυπτεία" και την "Ξενηλασία" η αρχαία Σπάρτη κατόρθωσε το ακατόρθωτο, δηλαδή να μην αποκαλύψει ποτέ στους εχθρούς της τις πραγματικές δυνάμεις της και να επιζήσει για αιώνες όταν πολυαριθμότερες πόλεις καταλαμβάνονταν, δηώνονταν, καίγονταν και εκθεμελιώνονταν από του πολέμου την οργή. Μέσα από πανέξυπνες τεχνικές χρήσης του μύθου, της δυναμικής των σημείων, των χρωμάτων και των συμβόλων, μέσα από τον έλεγχο της φήμης και τον καλό χειρισμό του οπτικού εντυπωσιασμού (Anton Powell, editor, "Classical Sparta. Techniques Behind Her Success", University of Oklahoma Press, Οκλαχόμα, 1989) η θρυλική Σπάρτη έμεινε απόρθητη και πανίσχυρη μέσα σε καιρούς θυελλώδεις και σαρωτικούς, κρύβοντας επιμελώς τις όποιες πληγές της και μετατρέποντας σε δύναμη τις αδυναμίες της.
ΟΙ ΜΟΡΕΣ
Μετά τη μαθητεία στην Κρυπτεία, οι Σπαρτιάτες κατατάσσονται στις Μόρες, που χωρίζονται σε μικρές ομάδες των 15 ατόμων η κάθε μια. Αυτές οι ομάδες που ονομαζόυαν συσκηνία ή συσσίτιον ήταν το σπίτι του Σπαρτιάτη για το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του. Έπρεπε να γίνει δεκτός σ’ αυτήν ομάδα. Ό,τι έκανε στη ζωή του, τον προετοίμαζε γι’ αυτή τη στιγμή της αποδοχής.
‘Έως τα τριάντα τους χρόνια τα μέλη των συσκηνιών ζούσαν σε οικήματα που ονομάζονταν ανδρεία ή συσσίτια και έτρωγαν μαζί σε ιδιαίτερους χώρους που ονομάζονταν συσσίτια ή φιδίτια.
Μετά τα τριάντα τους χρόνια κοιμόταν το βράδυ σπίτι τους, αλλά περνούσαν την μέρα τους και έτρωγαν με τους συντρόφους τους. Η ποσότητα του φαγητού ήταν ορισμένη, έτσι ώστε ούτε να στερούνται τροφή, αλλά ούτε να τρώνε παραπάνω από αυτό που είχαν ανάγκη. Το ίδιο συνέβαινε και με το ποτό.
Καθένας που συμμετείχε σ' αυτά τα κοινά γεύματα, όφειλε να συμμετέχει στην αποθήκευση τροφίμων από το κυνήγι που ο ίδιος έκανε. Επίσης τα κυνηγόσκυλα, τα άλογα και οι προμήθειες ανήκαν από κοινού σε ολόκληρη την ομάδα.
Στα γεύματα αυτά καλούνταν συχνά νέοι κάτω των είκοσι, που δεν είχαν ολοκληρώσει το στάδιο της αγωγής και δεν είχαν ακόμη πολιτικά δικαιώματα. Η επαφή τους με τους μεγαλύτερους θεωρούνταν αποτελεσματικό μέσο για την συμπλήρωση της πολιτικής τους αγωγής, μαθαίνοντας έτσι από την εμπειρία των μεγαλυτέρων. Επίσης υπήρχε η συνήθεια στα συσσίτια να αναφέρεται κάθε καλή και ανδρεία πράξη που έκανε κάποιος στην πόλη.
Η υπηρεσία στο κράτος διαρκούσε ως την ηλικία των εξήντα χρόνων, σαράντα χρόνια μετά την ενηλικίωση τους. Σ' αυτό το διάστημα είχε πολύ μεγάλη σημασία η καλή κατάσταση του σώματος που επιτυγχανόταν με την άσκηση.
Απαγορευόταν κάθε είδους χρηματισμός και αποκλειστική ασχολία του πολίτη, ήταν τα έργα που θα εξασφάλιζαν την ελευθερία της πόλης. Άλλωστε δεν χρειαζόταν να φροντίζει κανείς να έχει χρήματα, αφού όλοι συνεισφέρανε ίση μερίδα τροφής και κάθε υλική απόλαυση ήταν έξω από τη νοοτροπία των Σπαρτιατών.
Οι πιο ισχυροί και διακεκριμένοι πολίτες είχαν την φροντίδα των αρχόντων, καυχούμενοι πως αν κάποιο καθήκον τους ζητηθεί, δεν βαδίζουν αλλά τρέχουν για να υπακούσουν, επειδή ήταν της γνώμης ότι, αν αυτοί πρώτοι πειθαρχούν απόλυτα, θα ακολουθήσουν και άλλοι.
Οι έφοροι, απλοί πολίτες που εκλέγονταν στο αξίωμα αυτό για ένα χρόνο, είχαν σαν αρμοδιότητα την εποπτεία για την τήρηση των νόμων, την ομαλή λειτουργία της διοίκησης, την αγωγή των νέων, τη συμπεριφορά πολιτών και αρχόντων, τη διαχείριση του δημοσίου χρήματος. Είχαν ακόμη την εξουσία να καθαιρούν τους άρχοντες πριν τελειώσει η θητεία τους, να τους φυλακίζουν και να τους δικάζουν επιβάλλοντας ακόμη και την θανατική ποινή. Έτσι βλέπουμε ότι υπήρχε άμεσος έλεγχος σε αυτούς που είχαν σαν καθήκον τους να διοικούν την πόλη, έτσι ώστε κανείς να μην ξεφεύγει από τους νόμους και την φροντίδα του κοινού καλού.
Ο πόλεμος αποτελούσε ένα σημαντικό παράγοντα στη ζωή των Σπαρτιατών. Άλλωστε ολόκληρη η εκπαίδευση και ο τρόπος ζωής τους ήταν μια προετοιμασία για την στιγμή που θα έπρεπε να υπερασπιστούν την πατρίδα τους. Αθάνατο παράδειγμα μέσα στην Ιστορία, παραμένει ο Λεωνίδας με τους τριακόσιους πολεμιστές του, που δεν δίστασαν να βρεθούν αντιμέτωποι με ένα στρατό πολύ μεγαλύτερο τους και να πεθάνουν όλοι για την Σπάρτη.
Για τους Σπαρτιάτες γονείς, όταν ο νεαρός Σπαρτιάτης έμπαινε στον στρατό, ήταν μια από τις πιο περήφανες στιγμές στη ζωή τους. Σήμαινε τη μεταμόρφωση του γιου τους από παιδί σε άνδρα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις μητέρες, γιατί έτσι εκτιμάτο η θυσία που είχαν κάνει για το κράτος. Έστελνε το παιδί της μακριά στην ηλικία των 7 ετών, για να γίνει πολεμιστής, και τώρα στα 18 του χρόνια, τον έστελνε στη μάχη. Μια από τις πιο εντυπωσιακές ιστορίες είναι αυτή για μια Σπαρτιάτισσα μητέρα που έστελνε το γιο της στον πόλεμο και καθώς του έδινε την ασπίδα, του έλεγε: «ή ταν ή επί τας», δηλαδή «ή με αυτήν ή πάνω της». Αυτό σήμαινε να γυρίσει νικητής με την ασπίδα του ή να γυρίσει νεκρός πάνω σ’ αυτήν. Βασικά, είτε κερδίζεις τη μάχη είτε πεθαίνεις. Οι Σπαρτιάτισσες μητέρες πίστευαν στη σκληρή αγάπη.
ΓΑΜΟΣ
Παρότι για τον Σπαρτιάτη η προτεραιότητά του είναι η μόρα του, ο γάμος και η τεκνοποιία ήταν επίσης υποχρεωτικά. Για τους υπόλοιπους Έλληνες, η εμπειρία αυτή έμοιαζε να είναι μια ευχάριστη πλευρά της σπαρτιάτικης ζωής, αφού οι Σπαρτιάτισσες θεωρούνταν οι πιο όμορφες στον κόσμο. Εξάλλου, η Ελένη της Τροίας ήταν Σπαρτιάτισσα. Αλλά για τους Σπαρτιάτες, γυναίκες και άντρες, που δεν συναντήθηκαν ποτέ ως παιδιά, η μνηστεία και ο γάμος ήταν απλά ένα ακόμα καθήκον προς το κράτος, που επέσυρε πολλά από τα πιο παράξενα τελετουργικά της σπαρτιάτικης κοινωνίας. Ήταν μια επαφή ανάμεσα σε δυο ξεχωριστές κοινωνίες και τα γαμήλια τελετουργικά αντικατοπτρίζουν ακριβώς αυτό. Ο γάμος ήταν αντικείμενο συμφωνίας, δεν υπήρχε γαμήλια τελετή, αντίθετα, είχε τη μορφή μιας τελετουργικής απαγωγής. Έκοβαν τα μαλλιά της νύφης και της φορούσαν αντρικό χιτώνα. Μετά, ο γαμπρός ερχόταν κρυφά στο σπίτι τη νύχτα και ολοκλήρωνε τον γάμο. Αυτή ήταν η αρχή του γάμου και του έγγαμου βίου τους. Ένα τελετουργικό που στερείτο χαράς, αλλά εξαιρετικά σημαντικό. Στην ουσία, οι παντρεμένοι άντρες επιτρέπονταν να πάνε σπίτι τους μόνον αφού σκοτείνιαζε, με μοναδικό σκοπό να αφήσουν έγκυες τις γυναίκες τους. Αυτός ήταν νόμος του Λυκούργου για να κρατά το πάθος ζωντανό και έτσι η συνεύρεση των εραστών ήταν περιπετειώδης. Έπρεπε να συναντιούνται μέσα στο σκοτάδι και κρυφά. Και όταν η συνεύρεση ολοκληρωνόταν, ο άντρας γυρνούσε γρήγορα στη μονάδα του. Δεν ήταν σπάνιο για τον Σπαρτιάτη σύζυγο να δει για πρώτη φορά τη γυναίκα του την ημέρα, όταν αυτός ήταν 30 ετών. Η σπιτική ζωή για έναν Σπαρτιάτη πολεμιστή δεν ήταν τυπική, καθώς έλειπε συχνά σε μάχες. Μιλάμε για μια πολύ παράξενη κοινωνία. Μια κοινωνία που έλεγχε τα φυσικά ανθρώπινα ένστικτα.
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΠΑΙΔΙΩΝ
Ο σκοπός του γάμου, σύμφωνα με τον νόμο, ήταν η γέννηση παιδιών, κατά προτίμηση γιων. Η αναπαραγωγή στην πραγματικότητα ήταν τόσο κρίσιμη, που οι Σπαρτιάτες προχωρούσαν σε ακραία μέτρα, ώστε οι γυναίκες να κάνουν όσο το δυνατόν πολλά και υγιή παιδιά. Έχουμε παράξενα περιστατικά, όπου άντρες καλούν νεότερους, που θεωρητικά μπορεί να είναι καλύτεροι, για να κοιμηθούν με τη γυναίκα τους, με τη σκέψη ότι το παιδί αυτό θα είναι καλύτερο από το δικό τους. Υπάρχει αυτού του είδους η «ευγονική» τάση, δηλαδή η ιδέα ότι ο βελτιωμένος Σπαρτιάτης πρέπει να βρει τη συνέχειά του στη γενετική σειρά της Σπάρτης. Αυτό ήταν το βασικό τους ζήτημα. Όλος αυτός ο έλεγχος στο γάμο και την οικογένεια ήταν σχεδιασμένος για να εμποδίζει τον άντρα από το να αφαιρείται από το βασικό του στόχο, που ήταν: Να εκπαιδεύεται στρατιωτικά, να τρομοκρατεί τους είλωτες και να διαφυλάττει την ανωτερότητα της Σπάρτης. Το αν οι Σπαρτιάτες πίστευαν βαθιά μέσα τους ότι ήταν, στο σύνολό τους, ενάρετοι άντρες, ή αν μέσα τους παρακαλούσαν για λίγες διακοπές στην Αθήνα, δεν το ξέρουμε. Αλλά αυτό που ξέρουμε είναι ότι δημιουργούσαν μια εικόνα για το εαυτό τους απόλυτης ικανοποίησης από την τέλεια ενάρετη ζωή τους. Η μεγάλη όμως ειρωνεία ήταν ότι αν και είχαν τον καλύτερο στρατό του κόσμου, δεν τον χρησιμοποιούσαν για να πολεμήσουν άλλους στρατούς. Ήταν μια τρομερή πολεμική μηχανή, αλλά η άποψή τους ήταν να μην τη χρησιμοποιούν και τη ρισκάρουν. Γυάλιζαν τις ασπίδες τους, αλλά τις χρησιμοποιούσαν μόνο σε ανάγκη.
Η ΕΞΟΥΣΙΑ
Τα νομίσματα είναι μεγάλα και σιδερένια για να αποφεύγεται ο αποθησαυρισμός.
- Στην Αθήνα κυβερνούν οι πλούσιοι αφού υπάρχει μεγάλη ανισοκατανομή του πλούτου. Στη Σπάρτη όμως πράγματι <<κρατεί ο Δήμος>>, αφού όλοι διαβιούν με ισότητα και αξιοπρέπεια, ενώ για τη διακυβέρνηση του τόπου, επιλέγονται οι συνετοί και γενναίοι.
Στη Σπάρτη, η εξουσία ήταν από τον λαό και για τον λαό, δηλαδή τους «Ομοίους». Όλοι οι υπόλοιποι, δηλαδή, οι «Περίοικοι» και οι «Είλωτες» δεν ήταν πολίτες. Οι Σπαρτιάτες δημιούργησαν ένα μοναδικό σύστημα που διήρκησε τόσο πολύ, που ο Μακιαβέλι και άλλοι το είχαν σαν πρότυπο συστήματος. Στην κορυφή της εξουσίας είχαμε μια κληρονομική μοναρχία. Με μια ιδιαιτερότητα, όμως. Το κεντρικό και αρχαιότερο σημείο του «συντάγματός» τους ήταν η ύπαρξη όχι ενός, αλλά δύο βασιλιάδων. Οι πιο πολλές ελληνικές πόλεις-κράτη θυμούνται μια εποχή που είχαν ένα βασιλιά, που συχνά έδινε το όνομά του στην πόλη και είχαν μια θρησκευτική ευλάβεια προς το πρόσωπό του. Οι Σπαρτιάτες, όμως, είχαν δύο βασιλιάδες, με πραγματική εξουσία, που ηγούνταν του στρατού, μια εξουσία βαθιά θρησκευτική. Και ο λόγος ήταν για να υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στους δύο. Έτσι αποκλειόταν η συγκέντρωση εξουσίας σ’ ένα άτομο.
Υπήρχε και ένα συμβούλιο από 28 «Ομοίους», άνω των 60, που αποτελούσαν τους Πρεσβύτερους, γνωστούς ως Γερουσία. Αυτή όριζε την πολιτική και λειτουργούσε ως Ανώτατο Δικαστήριο. Η Σπάρτη, υπό μια έννοια, ήταν μια γεροντοκρατούμενη κοινωνία. Οι γέροντες κυβερνούσαν και οι θέσεις εξουσίας ήταν προσβάσιμες μόνο σε γέροντες. Και ένας από τους λόγους ήταν ότι, για να επιβιώσεις και να γεράσεις μέσα στο σπαρτιάτικο περιβάλλον, πρέπει να είσαι πολύ σκληραγωγημένος.
Κάτω από την Γερουσία ήταν η συγκέντρωση των πολιτών, η Απέλλα, που αποτελείτο από τους «Ομοίους», άνω των 30 ετών. Ήταν ο πιο αδύναμος κλάδος της σπαρτιάτικης εξουσίας. Στην Απέλλα δεν γίνονταν διαβουλεύσεις, απλά της δίνονταν οι διαταγές από αυτούς που ήδη τις είχαν αποφασίσει. Η Απέλλα, απλώς περιοριζόταν σε μια ενθουσιώδη συγκατάθεση των πολιτικών αποφάσεων, που ήδη είχαν πάρει άλλοι.
Στην κορυφή του συστήματος υπήρχε ένα συμβούλιο 5 αντρών, που λέγονταν Έφοροι. Αυτοί έλεγχαν το στράτευμα, επιτηρούσαν το εκπαιδευτικό σύστημα, και είχαν δυνατότητα βέτο, ακόμα και στις βασιλικές αποφάσεις. Η εξουσία τους ελεγχόταν με τη θέσπιση μονοετούς θητείας και τη δυνατότητα, η Απέλλα να ελέγχει τις πράξεις τους. Όσοι είχαν εκτελέσει καθήκοντα Εφόρων ή καθήκοντα σε άλλα αξιώματα, μετά τη λήξη της ετήσιας θητείας τους, οδηγούνταν αυτόματα σε δίκη. Σαν να απαγγέλλονται κατηγορίες σε κάθε αμερικανό πρόεδρο μετά το πέρας της τετραετούς ή οκταετούς θητείας του.
Η όλη φιλοσοφία του συστήματος ήταν να αποφευχθεί συγκέντρωση υπερβολικής εξουσίας σε ένα άτομο ή σε ένα όργανο. Νομίζω ότι αποδείχθηκε αποτελεσματικό. Πώς λαμβάνεται απόφαση, όμως, όταν υπάρχουν τόσοι ενδιάμεσοι; Νομίζω ότι το σύστημα οργανώθηκε για να μη γίνεται τίποτα! Σκοπός τους ήταν να μην αλλάζει, να σταματήσει την αλλαγή. Και τα κατάφερε περίφημα! Στην πραγματικότητα, για 400 περίπου χρόνια, η Σπάρτη είχε την πιο σταθερή διακυβέρνηση στην αρχαία Ελλάδα. Βέβαια, απείχε μακράν της Δημοκρατίας, επειδή τα βασικά στοιχεία της δημοκρατίας, όπως η ελευθερία των πολιτών, η ελευθερία του λόγου, η ελευθερία ψήφου κατά συνείδηση κι η ελευθερία έκφρασης δεν χαρακτήριζαν τη σπαρτιάτικη κοινωνία. Οι Σπαρτιάτες δεν πίστευαν καν ότι η ελευθερία ήταν μια καλή ιδέα. Δεν συμπεριέλαβαν την ελευθερία στο «πακέτο» των αρετών που ο νεαρός Σπαρτιάτης μάθαινε να σέβεται. Η προτεραιότητα του κράτους ήταν να ελέγχει τους Είλωτες, οι οποίοι τους μισούσαν και όπως αναφέρει ένας Αθηναίος: «Οι Είλωτες, μετά χαράς, θα έτρωγαν ωμούς τους Σπαρτιάτες».
Κάθε χρόνο, πρωταρχικό ζήτημα για την κυβέρνηση της Σπάρτης ήταν η κήρυξη πολέμου ενάντια στους Είλωτες. Έτσι, έλεγαν επίσημα ότι κάθε Σπαρτιάτης μπορεί να σκοτώσει έναν Είλωτα, όπου και όποτε το θέλει. Ο Θουκυδίδης αναφέρει την ανατριχιαστική ιστορία ενός Σπαρτιάτη να είπε: «Όποιος Είλωτας θεωρεί ότι πολέμησε γενναία, να το πει και θα ελευθερωθεί». Παρουσιάστηκαν, λοιπόν, 2.000 άτομα, τους φόρεσαν στεφάνια στα κεφάλια, ως ένδειξη της ελευθερίας τους, τους οδήγησαν στο ναό και κανείς δεν τους είδε από τότε ξανά.
ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ
Εκτός από τη συνεχή εμπόλεμη κατάσταση με τους Είλωτες, η κυβέρνηση είχε προτεραιότητα τη νομοθέτηση κάθε έκφανσης της ζωής στη Λακωνία. Έκαναν όλοι τα ίδια πράγματα. Παντρεύονταν όλοι στην ίδια ηλικία, ντύνονταν πανομοιότυπα, μιλούσαν και συμπεριφέρονταν πανομοιότυπα. Για να εξασφαλίσει την ισότητα, η εξουσία εγκαθίδρυσε ένα σύστημα που ως αρχή είχε την ισομερή κατανομή του πλούτου. Αν υπήρχε ανισομερής κατανομή στον πλούτο ή σε άλλα αγαθά, αυτό θα ήταν ολέθριο. Η έκταση της γης, που κατείχε μια σπαρτιάτικη οικογένεια, ήταν συνεχώς ανάλογη με την έκταση που είχαν και οι άλλες οικογένειες. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την καταστροφή του εμπορίου. Έτσι, δεν υπήρχαν χρήματα ούτε αγορά, δεν υπήρχαν εισαγωγές ή εξαγωγές. Για να αποσοβήσουν περαιτέρω την ανάγκη για πολυτέλεια, όλα τα σπίτια στη Σπάρτη είχαν την ίδια διαρρύθμιση. Όλα ήταν απλά, λειτουργικά και πανομοιότυπα. Ο σπαρτιάτικος πολιτισμός ήταν λιτός, άλλωστε ο όρος έχει μείνει και χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα. Στη Σπάρτη ήταν απαράδεκτο οι πλούσιοι να επιδεικνύονται με τα ενδύματά τους. Επικρατούσε λιτότητα και ισότητα. Όλοι φορούσαν τον ίδιο, πανομοιότυπο μανδύα, κάτι σαν τις σημερινές σχολικές στολές. Τα ρούχα δεν θα έπρεπε να φανερώνουν ανισότητα. Ακόμα και ο λόγος των «Ομοίων» έπρεπε να είναι λιτός. Οι Σπαρτιάτες εκπαιδεύονταν να είναι άνθρωποι λίγων λόγων. Αυτό ταίριαζε με την απλότητα και τη δύναμη των Σπαρτιατών πολεμιστών. Το «λακωνίζειν» ήταν ιδανικό για άμεσες αποφάσεις στο πεδίο της μάχης. Δεν ωφελεί, όμως, καθόλου στη γενική εκτίμηση της κατάστασης. Και αυτό ήταν ένα από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Σπάρτη.
Για την επιβίωση του συστήματος, ακόμα και η εξωτερική πολιτική της Σπάρτης ήταν λακωνική: «Μην αναμειγνύεστε με ξένους». Δεν ήθελαν να μαθαίνουν οι ξένοι πολλά πράγματα για τη Σπάρτη. Κυρίως, όμως, οι Σπαρτιάτες να μη μαθαίνουν πολλά για τον έξω κόσμο. Ήθελαν να διατηρήσουν τα έθιμά τους, την εθνική τους ταυτότητα, και αυτό βέβαια δεν μπορεί να επιτευχθεί με την πρόσμιξη με άλλους. Στην ουσία έμεναν συνέχεια στη Σπάρτη. Και στις περιπτώσεις εκείνες που κάποιοι Σπαρτιάτες αναγκάζονταν να λείψουν, κάποια χρονική περίοδο, για στρατιωτικούς λόγους, πάντα εμφάνιζαν αλλόκοτη συμπεριφορά ή τρελαίνονταν, επειδή δεν μπορούσαν να εγκλιματιστούν στην αλλαγή του περιβάλλοντος.
Όλος αυτός ο έλεγχος φαίνεται αβάσταχτα ενοχλητικός. Και ήταν πράγματι. Η επιβολή όμως του κράτους στην ιδιωτική ζωή, ήταν ένα τελείως αποδεκτό τμήμα της ζωής στην αρχαία Ελλάδα. Όταν οι Έλληνες μιλούσαν για πολιτική, δεν αναφέρονταν μόνο σε μια στενά διαχειριστική οργάνωση. Θεωρούσαν ότι η πολιτική καθόριζε κάθε έκφανση της ζωής. Αυτή η άποψη αποτελεί τη δομή του σπαρτιάτικου συστήματος. Η επιτυχία της Σπάρτης βασιζόταν σε μια ελεγχόμενη κοινωνία. Σε μια περίοδο 100 ετών, γύρω στον 7ο αιώνα π.Χ., η Σπάρτη εφεύρε και τελειοποίησε το πρώτο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης, που λειτούργησε καλά για 200 χρόνια. Τότε, για λόγους ακόμα αδιευκρίνιστους, η Σπάρτη αναζητά εκτός συνόρων νέους λαούς προς κατάκτηση. Ίσως η πολεμική μηχανή κινδύνευε να σκουριάσει από αχρηστία. Ίσως πάλι να αποζητούσαν απλά μια αληθινή μάχη. Οι Σπαρτιάτες πίστεψαν ότι οι δυο Έλληνες αντίπαλοί τους, οι Αργείοι και οι Τεγεάτες, θα ήταν εύκολο να ηττηθούν. Δεν ήθελαν να επεκταθούν, αλλά να προσθέσουν νέα εδάφη στο ίδιο σύστημα.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ
Στο τέλος του 7ου αιώνα π.Χ., η Ελλάδα ήταν μια χαλαρή ομοσπονδία από 1.000 μαχητικές ανεξάρτητες πόλεις-κράτη. Η καθεμία με τον δικό της χαρακτήρα και φήμη. Η Αθήνα ήταν η μεγαλύτερη με μια λαμπρή πολιτιστική ζωή, σπουδαία αρχιτεκτονική κι ένα εντυπωσιακό ναυτικό. Αλλά η Σπάρτη, που ήταν πιο σεβαστή από την Αθήνα, από όλες τις άλλες πόλεις γύρω από το Αιγαίο, δεν είχε τίποτε από αυτά. Αντίθετα, είχε θυσιάσει τον πολιτισμό στο βωμό του πολέμου. Η Σπάρτη ήταν ένα οπλισμένο στρατόπεδο. Αυτό σήμαινε ότι το εκπαιδευτικό σύστημα ήταν περισσότερο προσηλωμένο στις στρατιωτικές υποθέσεις, ότι υπήρχε μυστική αστυνομία και μια απομόνωση από την υπόλοιπη Ελλάδα. Δεν υπήρχαν αποικίες, ούτε ναυτικό. Είχαν εμμονή με το ένα και μοναδικό πρόβλημά τους, τον έλεγχο της Μεσσηνίας, που η Σπάρτη είχε υποδουλώσει από τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ., και η οποία υπερτερούσε πληθυσμιακά της Σπάρτης, τουλάχιστον 10 προς 1. Το πέτυχαν μέσω ενός είδους σκλαβιάς, της λεγόμενης Ειλωτείας και μιας εκστρατείας τρόμου που την διεξήγαγαν πολύ καλά εκπαιδευμένοι πολεμιστές. Η Σπάρτη ήταν το πρώτο κράτος που ανέπτυξε τη στρατιωτική πειθαρχία, όπως είναι γνωστή στον Δυτικό κόσμο. Τις σύγχρονες απόψεις περί ασκήσεων, βαθμών και μονάδων και η εφεύρεση της φάλαγγας, ήταν όλα εφευρέσεις των Σπαρτιατών. Σ’ αυτόν τον χαοτικό κόσμο της ανοιχτής πολεμικής διαμάχης, οι Σπαρτιάτες έμαθαν ότι όσοι δεν είχαν κενά στις γραμμές, είχαν μεγαλύτερη συνοχή και νικούσαν τον εχθρό. Από όλες τις ελληνικές φάλαγγες, η σπαρτιάτικη ήταν η πιο κομψή, η πιο ικανή να υποστεί μεταβολές στο πεδίο της μάχης, όταν αυτές ήταν αναγκαίες. Οι Σπαρτιάτες ανασχεδίασαν επίσης τελείως την πολεμική εξάρτηση. Το όπλον, μια κυκλοτερή ασπίδα με αντιλαβή, το μετέφερε κάθε στρατιώτης. Από εκεί προέκυψε και ο όρος Οπλίτης, για να περιγράψουν τον Σπαρτιάτη πολεμιστή όσοι θα τον συναντούσαν από εδώ και στο εξής. Οι πολεμιστές είχαν ένα δόρυ 2,5-3 μέτρων, ένα βοηθητικό ξίφος, ένα βαρύ κράνος με δυο μικρά ανοίγματα για τα μάτια και έναν μπρούτζινο θώρακα. Ολόκληρη η πανοπλία θα πρέπει να ξεπερνούσε σε βάρος τα 32 κιλά. Η σκέψη ότι, αυτοί οι άντρες με ύψος 1,60 και βάρος γύρω στα 60 κιλά, μετέφεραν το μισό σωματικό τους βάρος καλοκαιριάτικα, μοιάζει παράλογη. Για ποιο λόγο; Φαίνεται ότι ήταν ένας τελετουργικά δομημένος μηχανισμός, αλλά ένας ολόκληρος πόλεμος αποφασίζεται από μια μισάωρη μάχη ανάμεσα σε γειτονικές πόλεις-κράτη. Οι Σπαρτιάτες κατείχαν αυτό το στυλ μάχης καλύτερα από όλους τους άλλους. Οι μάχες καθορίζονταν από αποφασιστικές και φονικές τακτικές, που στηρίζονταν στη συλλογική δουλειά και στη σβελτάδα. Για περισσότερο από 100 χρόνια αυτή η νέα πολεμική τέχνη ήταν μάλλον θεωρία, παρά πρακτική.
H έννοια μιας μάχης όπως παράδειγμα η μάχη των Πλαταιών, έτσι όπως τη βιώνει ο ίδιος ο μαχόμενος σπαρτιάτης οπλίτης, είναι μεν συναρπαστική, είναι, όμως παράλληλα κοπιώδης για τον αμύητο στα στρατιωτικά. Είναι όμως ο τρόπος της βιωματικής πορείας του σπαρτιάτη πολεμιστή προς τη μύηση. Τη μύηση στη ζωή, άρα τη μύηση στον θάνατο. Είναι μια μελέτη του θανάτου για τον σπαρτιάτη και μέσω του θανάτου μια μελέτη υπέρβασης του κόσμου των θνητών. Είναι μια πορεία ά-τεχνη αφού οι Σπαρτιάτες απορρίπτουν την τέχνη, κάθε μιμητική τέχνη και πρώτα απ όλα το θέατρο με τις διονυσιακές καταβολές του.
Η χλαμύδα ήταν πάντα κόκκινη να μην είναι εμφανές το αίμα στον εχθρό και ενθαρρύνεται.
Οἱ ἀσπίδες τῶν Λακεδαιμονίων ἔφεραν σὰν διακριτικὸ ἔμβλημά τους τὸ γράμμα "Λ", ὥστε οἱ ἀντίπαλοι στρατοὶ νὰ γνωρίζουν μὲ ποιοὺς πολεμοῦν.Ἦταν ἕνας τρόπος ἄσκησης ψυχολογικῆς πίεσης στὸν ἀντίπαλο, ποὺ ἐτρομοκρατεῖτο γνωρίζοντας πώς πολεμᾶ τὸν καλύτερο στρατὸ τῆς Ἑλλάδος. Οἱ νέοι ὁπλίτες τῆς Σπάρτης ἐλάμβαναν τὴν ἀσπίδα ἀπὸ τὴ μητέρα τους, μὲ τὴν ἐντολὴ "Τᾶν ἢ ἐπὶ τᾶς". Ἦταν ὑποχρεωμένοι δηλαδὴ νὰ ἐπιστρέψουν νικητὲς μὲ "τᾶν ἀσπίδα" τοὺς ἀνὰ χείρας ἢ νεκροὶ "ἐπὶ τᾶς ἀσπίδος" τοὺς ! Γενικότερα ὅμως στὴν Ἑλλάδα ἡ ἀσπίδα τοῦ πολεμιστῆ ἀντιπροσώπευε τὴν τιμή του. Κάθε πολεμιστὴς ἔπρεπε μετὰ τὴ μάχη νὰ γυρίσει μὲ τὴν ἀσπίδα τοῦ στὸ σπίτι του. Νεκρὸς ἢ ζωντανός. Οἱ ζωντανοὶ ποὺ ἐπέστρεφαν χωρὶς τὴν ἀσπίδα τοὺς Ἦταν τιποτένιοι, "ριψάσπιδες". Παράτησαν τὴν ἀσπίδα τοὺς στὸ πεδίο τῆς μάχης γιὰ νὰ τοὺς εἶναι εὔκολη ἡ φυγὴ ἀπηλλαγμένοι ἀπὸ τὸ βάρος της.
H Σπάρτη δεν είχε θέατρο την κλασική εποχή και τείχη της ήταν τα σώματα των ανδρών-πολεμιστών της… H γλώσσα του σπαρτιάτη συμπυκνωμένη και δωρική, συνάδει πρώτον με την προσωπικότητά του και δεύτερον με τους νόμους της πόλης. Ένας Σπαρτιάτης δεν έχει, ούτε μπορεί να έχει επιτήδευση στην έκφρασή του.
Αδιάφοροι για την συσσώρευση πλούτου αγχώδεις όμως για την συσσώρευση αρετής .Τόσης αρετής όσης απαιτείται ώστε η ποσοτική επαύξηση να επιφέρει ποιοτική μεταλλαγή .Υπέρβαση δηλαδή του κόσμου των θνητών εξύψωση δηλαδή του πολεμιστή σε ημίθεο. Σε όλη την ζωή τους ,από την ηλικία των επτά ετών μέχρι το τέλος , μια αργή αλλά σταθερά μυητική πορεία .
Η υιοθέτηση των ψηλών λοφίων στις περικεφαλαίες και των πλούσιων γενειάδων και μαλλιών που έκαναν τους μαχητές να φαίνονται πιό ψηλοί και επιβλητικοί. Στην ίδια χρήση του εντυπωσιασμού εντάσσεται και η επιβλητική πολεμική τελετή "Καστόρειον" που προηγείτο της επίθεσης των Σπαρτιατών κατά της εχθρικής παράταξης: οι οπλίτες παρατάσσονταν στεφανωμένοι με τα κράνη και τις ασπίδες μπροστά στα πόδια τους, και ο επικεφαλής βασιλιάς θυσίαζε μία κατσίκα στην Αρτέμιδα «Αγροτέρα», τον Απόλλωνα «Βαδρόμιο» και τις Μούσες, ενώ οι αυλοί έπαιζαν έναν ειδικό παιάνα προς τιμή των Διοσκούρων και των προγονικών ψυχών. Αυτός ο πολεμικός παιάν συνέχιζε να παίζεται από τους αυλητές μέχρι την ολοκλήρωση των θυσιών και τη μελέτη του σφάγιου από τους μάντεις, και στη συνέχεια οι πολεμιστές φορώντας τις ασπίδες και τις περικεφαλαίες τους, άρχιζαν να τον ψάλλουν δυνατά όλοι μαζί, καθώς στρέφονταν κατά των εχθρών και βάδιζαν εναντίον τους. Περαιτέρω για τις διάφορες αρχαιοελληνικές τελετές στο βιβλίο του γράφοντος "Εορτές Και Ιεροπραξίες Των Ελλήνων".
Ένας από τους βασικούς κανόνες επιβίωσης του σχετικά ολιγάριθμου δωρικού σπαρτιατικού έθνους, μέσα σε υπερπολλαπλάσιους αριθμητικά αυτόχθονες πληθυσμούς και απέναντι σε εχθρικές του πελοποννησιακές πόλεις, υπήρξε το μή-καταμετρήσιμο του ένοπλου τμήματός του, δηλαδή του στρατού του. Για αιώνες πολλούς, κανένας ξένος δεν γνώριζε ποτέ, αφού αυτό καθίστατο αδύνατο όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, πόσοι ένοπλοι άνδρες ζούσαν και γυμνάζονταν πίσω από το φράγμα των πρώτων σπιτιών εκείνης της ατείχιστης πόλης / συμπλέγματος οικισμών, που λεγόταν Σπάρτη.
Η ανάγκη για την με κάθε τρόπο εξασφάλιση του μη-καταμετρήσιμου των ικανών για πόλεμο Σπαρτιατών, τους υποχρέωνε να κάνουν τις πιό ουσιαστικές πολιτικοστρατιωτικές κινήσεις τους τη νύκτα. Οι κάθε είδους συνελεύσεις των "ομοίων" και οι αναχωρήσεις των εκστρατευτικών σωμάτων γίνονταν πάντοτε τη νύκτα, όπως άλλωστε νύκτα γινόταν και η μεταφορά τραυματιών ή νικημένων τμημάτων του στρατού μέσα από τις πόλεις των συμμάχων που ποτέ δεν έπρεπε να δούν "τσακισμένο" Σπαρτιάτη πολεμιστή. Υπό αυτή την αντίληψη των κρυφών και σιωπηλών κινήσεων του μάχιμου πληθυσμού της Σπάρτης, απαγορευόταν αυστηρά η κυκλοφορία σε μη ενεχόμενους σε αυτές τις κινήσεις, δηλαδή στους κάθε είδους ξένους ή στους μη πολίτες (δηλαδή τους είλωτες).
Γι αυτό οι Σπαρτιάτες μάχονται, δεν μάχονται για να νικήσουν. Νικούν, επειδή μάχονται. H νίκη είναι τυπικά ο σκοπός, αλλά πραγματική ενδόμυχη επιδίωξή τους είναι η μάχη η ίδια. Το ταξίδι, δηλαδή, όχι ο προορισμός. Ποια μάχη, όμως; H μάχη στη ζωή, όχι μόνο στον πόλεμο. «Ηττημένος στη ζωή, τι αξία έχει αν νικήσεις στη μάχη; Ηττημένος από τον εαυτό σου, τι αξία έχει αν νικήσεις τον αντίπαλο;» μονολογεί ο σπαρτιάτης αξιωματικός. Γι αυτό ζουν λιτά και στερημένα, γι αυτό περιορίζουν τα πάθη και τις επιθυμίες τους, γι αυτό αποφεύγουν τον πλούτο και τις ταξικές διακρίσεις που οδηγούν σε αυτόν.
Είναι υπεράνθρωποι και ήρωες; Είναι διαφορετικοί και ανώτεροι; Όχι, φέρονται να ομολογούν οι ίδιοι. «H διαφορά μας από τους άλλους είναι πολιτική, όχι φυσική. Δεν διαφέρουμε επειδή υπερέχουμε. Υπερέχουμε επειδή διαφέρουμε» λένε. Είναι μια κοινωνία «ομοίων», μια αδελφότητα πολεμιστών, «ομοίων» στην περιουσιακή κατάσταση, αλλά «ομοίων» και στην καθημερινή ζωή. Όλοι ζουν «όμοια». Όλοι επιδιώκουν την αρετή με τρόπο σκληρό και επώδυνο, αλλά ποια αρετή; «Αν γνωρίζεις είναι περιττό να ρωτάς, αν δεν γνωρίζεις είναι μάταιο» απαντά ο Σπαρτιάτης στον αθηναίο συνομιλητή του, όταν αυτός τολμά να του θέσει ένα τέτοιο ερώτημα. H αρετή βιώνεται, αλλά δεν περιγράφεται. Τι να περιγράψεις; Οι Αθηναίοι, λέει ο Δάμις, «έχουν μανία με τα λόγια, αντίθετα με εμάς». H σπαρτιατική κοινωνία δίνει αξία στη σιωπή, δίνει πρόγευση όσων πολύ αργότερα είπαν και έγραψαν οι πατέρες της Εκκλησίας
Καμία άλλη κοινωνία, της Αρχαίας Ελλάδας, δεν εκτίμησε τόσο την αξία της σιωπής. H σιωπή είναι ανώτερη μορφή πάλης, που μέσα από την εξοικείωση με τον θάνατο, σε οδηγεί στη γνώση. Την εσωτερική αυτή πορεία είχε βιώσει ο Σπαρτιάτης. Ήταν ελεύθερος και εκούσια επέλεγε την αυτοθυσία κατά τη μάχη. Άλλωστε αυτό σημαίνει ελευθερία. Αυτό σε καθιστά ευδαίμονα. Και η αίσθηση της πληρότητας και της ευδαιμονίας σε μετατρέπει σε γενναίο και εύψυχο πολεμιστή.
ΚΑΙΑΔΑΣ
Σύμφωνα με τον μύθο οι αρχαίοι Σπαρτιάτες πετούσαν τα ασθενικά τους παιδιά στον Καιάδα. Αυτό όμως που επιβεβαιώνεται από την έρευνα, είναι ότι στον Καιάδα οι Σπαρτιάτες δεν έριχναν τα προβληματικά παιδιά. Εκεί εκτελούσαν τους καταδικασμένους σε θάνατο, τους επίορκους, τους προδότες, τους εγκληματίες και τους αιχμάλωτους πολέμου.
Στον Καιάδα κατέληξε ο ήρωας του Β΄ Πελοποννησιακού πολέμου Αριστομένης ο Ανδανιεύς, μαζί με 50 αιχμάλωτους Μεσσηνίους, αλλά εκεί επρόκειτο να πετάξουν και τον βασιλιά Παυσανία που είχε καταδικαστεί σε θάνατο ως προδότης.
Ο Καιάδας, το σπηλαιοβάραθρο του «τρόμου», βρίσκεται κοντά στο χωριό Τρύπη, 10 χλμ. από τη Σπάρτη, δίπλα στο δημόσιο δρόμο Σπάρτης – Καλαμάτας. Η ύπαρξη βαράθρου με ανθρώπινα οστά στην Τρύπη ήταν για πολλά χρόνια γνωστή, αλλά η πρώτη επίσημη επιτόπια έρευνα έγινε το 1983. Τα περισσότερα οστά ήταν όντως ανθρώπινα. Οστά βρέθηκαν και σε φυσικές σχισμές και σε εσοχές ψηλότερα από το σημερινό δάπεδο.
Η ανατροπή του μύθου
Σύμφωνα με την ανθρωπολογική μελέτη πρόκειται για σκελετούς που ανήκουν σε άνδρες και λίγοι σκελετοί προέρχονται από γυναίκες. Άρα καταρρίπτεται ο μύθος για νεογέννητα που δήθεν πετούσαν εκεί λόγω αναπηρίας. Άλλωστε πολλοί διακεκριμμένοι Σπαρτιάτες δεν ήταν αρτιμελείς όπως ο ποιητής Τυρταίος που ήταν τυφλός κι ο βασιλιάς Αγησίλαος που ήταν χωλός.
Προφανώς, το σπηλαιοβάραθρο χρησιμοποιήθηκε από τους Σπαρτιάτες κυρίως στη διάρκεια των Μεσσηνιακών πολέμων για την καταδίκη σε θάνατο των εχθρών της Σπάρτης ή των προδοτών. Στον Καιάδα μάλιστα είχε αποφασιστεί να πεταχτεί και το πτώμα του καταδικασμένου σε θάνατο, προδότη βασιλιά της Σπάρτης, Παυσανία, κάτι που τελικά δεν έγινε.
Μαζί με τα οστά στον Καιάδα βρέθηκαν και αιχμές από βέλη και δόρατα. Ένα θραύσμα κρανίου είχε καρφωμένη πάνω του την αιχμή βέλους. Βρέθηκαν επίσης, λύχνοι και σιδερένιοι χαλκάδες-δεσμά. Άρα επιβεβαιώνεται και η θεωρία ότι εκτελούσαν εκεί φυλακισμένους ή αιχμαλώτους. Ο κατακρημνισμός ήταν ένας ατιμωτικός θάνατος, γιατί αφορούσε εγκληματίες και επειδή το σώμα έμενε άταφο άρα η ψυχή του εγκληματία δεν θα έβρισκε ποτέ γαλήνη. Ήταν η αιώνια τιμωρία.
Η αρχή του μύθου
Ο μύθος με τα ασθενικά παιδιά ξεκίνησε από τον Πλάτωνα, ο οποίος στην «Πολιτεία» έκανε λόγω για θανάτωση ασθενικών βρεφών σε βάραθρο. Βέβαια ο Πλάτωνας αναφερόταν στην κλασική Αθήνα και όχι στη Σπάρτη. Ίσως ο μύθος λοιπόν να ταυτίστηκε με μια αναφορά του Πλουτάρχου στον βίο του Λυκούργου για τους «Αποθέτες». Σύμφωνα μ” αυτή οι Σπαρτιάτες οδηγούσαν τα νεογέννητα σε μια επιτροπή γερόντων. Αν το πόρισμα της επιτροπής ήταν αρνητικό σήμαινε ότι το παιδί δεν θα ήταν ικανός πολίτης για τη Σπάρτη.
Τότε το οδηγούσαν στους «Αποθέτες», ένα βάραθρο κάπου στον Ταΰγετο, έτσι ώστε το ασθενές βρέφος να πεθάνει μεν, αλλά ο θάνατός του να μη βαρύνει την πολιτεία. Η έρευνα υποστηρίζει ότι σ΄ αυτή την περίπτωση υπήρχαν εξακριβωμένες βαριές δυσμορφίες και όχι ελαφρές αναπηρίες. Προφανώς αυτό ίσχυε και για τα παιδιά εκτός γάμου.
Οι εκτελέσεις των αιχμαλώτων
Ο Ηρόδοτος κάνει λόγο για εκτελέσεις αιχμαλώτων που γίνονταν πάντα νύχτα αλλά στη φυλακή. Δεν υπάρχει καμία αναφορά στον Καιάδα. Ίσως εκεί να ρίχνονταν τα σώματα μετά την εκτέλεση. Υπάρχουν ελάχιστες μαρτυρίες για ανθρωποκτονίες στη Σπάρτη και ακόμη λιγότερες για τις ποινές που επιβάλλονταν. Γενικότερα, στην αρχαιότητα οι αναφορές είναι περιορισμένες.
Η μυθολογία με τον Καιάδα φαίνεται να ξεκίνησε το 1904 μετά από έρευνα στο σπηλαιο βάραθρο. Τα οστά που βρέθηκαν θεωρήθηκε ότι ανήκαν σε μικρά παιδιά και γι αυτό οι αρχαιολόγοι της εποχής κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι οι αρχαίοι Σπαρτιάτες έριχναν στον γκρεμό τα ανάπηρα παιδιά.
Το 1956 που η επιστήμη είχε προχωρήσει ξεκίνησε επιστημονική έρευνα με τη μέθοδο του άνθρακα 14, που απέδειξε ότι τα ευρήματα των οστών ανήκαν κυρίως σε ενήλικους και έφεραν κατάγματα. Κατά τη δεκαετία του 1980, αλλά και το 2003, αρχαιολογικές και σπηλαιολογικές αποστολές έβαλαν στόχο να επιβεβαιώσουν τη θεωρία καταρρίπτοντας το μύθο περί ασθενικών βρεφών.
Οι επιστήμονες κατέβηκαν στον Καιάδα τουλάχιστον μέχρι κάποιο σημείο. Το κατά πόσο έφτασαν στον «πάτο» του πηγαδιού αυτό δεν το ξέρουμε. Άλλωστε μετά από τόσες χιλιάδες χρόνια είναι πιθανό η γεωλογική δομή του Καιάδα να έχει αλλάξει. Σημασία έχει ότι η έρευνα απέδειξε πως η πολυθρύλητη σπαρτιάτικη σκληρότητα, τουλάχιστον σε αυτό το θέμα, ήταν μια λανθασμένη εκτίμηση και η διαιώνιση αυτού του ισχυρισμού, ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας και όχι της ιστορικής αλήθειας.
Πηγές :
1 σχόλιο:
ΤΕΛΕΙΟ!!!!!!!
Δημοσίευση σχολίου